F

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations'F', 'f': /ˈɛf/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA'F', 'f': /ɛf/ ,USA pronunciation: respelling'F', 'f': (ef )

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
F,
f
n
(6th letter of alphabet)F ουσ ουδ άκλ
 There are two fs in the word saffron.
 Η λέξη «saffron» γράφεται με δύο F.
F n (education: failing grade)κάτω από τη βάση έκφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 An "F" grade means that you must repeat the course.
 Αν πάρεις κάτω από τη βάση, σημαίνει ότι πρέπει να επαναλάβεις το μάθημα.
F n (musical note: fa) (νότα)φα ουσ θηλ άκλ
 F is played on one of the white keys.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
AF,
A.F.
n
initialism (military: air force) (σντμ: πολεμική αεροπορία)Π.Α. ουσ θηλ άκλ
AF,
A.F.
n
initialism (physics: audio frequency) (επιστήμη: φυσική, επικοινωνίες)ακουστική συχνότητα επίθ + ουσ θηλ
AF,
A.F.
n
initialism (language: Anglo-French)διάλεκτος, παραλλαγή της αγγλονορμανδικής γλώσσας
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
AF,
A.F.
n
initialism (Asian female)Ασιάτισσα ουσ θηλ κυρ
B.F.A.,
BFA
n
initialism (degree: Bachelor of Fine Arts)πτυχίο καλών τεχνών φρ ως ουσ ουδ
 Terry received a B.F.A. from the University of Texas.
B.F.A.,
BFA
n
initialism ([sb]: Bachelor of Fine Arts)πτυχιούχος καλών τεχνών φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 The CEO is a BFA and MBA with specialties in online marketing communications.
c.i.f.,
CIF
n
initialism (cost, insurance, and freight)τιμή, ασφάλεια και ναύλος συμπεριλαμβάνονται στην τιμή περίφρ
C/F n initialism (carried forward)μεταφέρθηκε ρ αμ
emf,
EMF,
E.M.F.,
e.m.f.
n
initialism (electromagnetic field)ηλεκτρομαγνητικό πεδίο επίθ + ουσ ουδ
emf,
EMF,
E.M.F.,
e.m.f.
n
initialism (electromotive force) (σντμ: ηλεκτρεγερτική δύναμη)ΗΕΔ ουσ θηλ άκλ
f-word,
the f-word
n
(euphemism for fuck) (καθομιλουμένη)μαμώτο ουσ ουδ άκλ
  (σπάνιο, περιγραφικό)η λέξη από γ περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
FOB,
F.O.B.
n
US, initialism (shipping: free on board) (διακίνηση αγαθών)ελεύθερο επί του πλοίου φρ ως επίθ
 FOB is a term used in shipping.
fps,
f.p.s.
n
abbreviation, usually plural (foot per second) (μονάδα μέτρησης)πόδια ανά δευτερόλεπτο περίφρ
fps,
f.p.s.
n
abbreviation, usually plural (film: frame per second)καρέ ανά δευτερόλεπτο, πλαίσια ανά δευτερόλεπτο περίφρ
f***,
f**k,
f*ck
vulgar, written, informal (fuck) (αργκό: αντί βρισιάς)μαμάω, απαυτώνω ρ μ
  (γραπτός λόγος, διαδίκτυο)γ*μάω ρ μ
  (συντομογραφία: γαμώτο)γμτ έκφρ
Σχόλιο: All meanings of "fuck" can be spelled "f***", "f**k", or "f*ck" when someone wants to avoid writing out a profane word.
Σχόλιο: Αντίστοιχα, όλες οι προαναφερθείσες αποδόσεις μπορούν να γραφούν με * ή @ στη θέση ορισμένων γραμμάτων.
 F**k it, this film's boring; let's watch something else.
f***ed,
f*cked
adj
vulgar, written, informal (fucked) (ευφημισμός)τη μάμησα έκφρ
  (καθομιλουμένη, μτφ)ξοφλημένος, τελειωμένος μτχ πρκ
  την πάτησα έκφρ
  (ευφημισμός: χάλασα)μαμήθηκα έκφρ
Σχόλιο: "Fucked" can be spelled "f***ed" or "f*cked" when someone wants to avoid writing out a profane word.
Σχόλιο: Όταν δεν θέλουμε να γράψουμε ολόκληρες τις εν λόγω λέξεις, ορισμένα γράμματα αντικαθίστανται με αστερίσκους ή άλλα σύμβολα.
 The TV's f*cked again.
 The boss found out what we did, so now we're all f***ed.
 Το αφεντικό ανακάλυψε τι έκανα οπότε τη μαμήσαμε όλοι.
 Η τηλεόραση μαμήθηκε πάλι.
f***er,
f*cker
n
pejorative, vulgar, written, informal (despicable person) (αργκό: αντί βρισιάς)μαμιόλης, μαμιόλα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (αργκό, χυδαίο, προσβλητικό)γ*μιόλης, γ*μιόλα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (αργκό: αντί βρισιάς)μακάκας, μ@λάκας, λαλάκας ουσ αρσ
Σχόλιο: "Fucker" can be spelled "f***er" or "f*cker" when someone wants to avoid writing out a profane word.
Σχόλιο: Στον γραπτό λόγο και κυρίως στο διαδίκτυο, για λόγους κομψότητας ή για να μη λογοκρίνεται και αφαιρείται η λέξη, κάποιοι χαρακτήρες αντικαθιστούνται από σύμβολα ή γράμματα όπως το @. Ενδέχεται να υπάρχουν περισσότερες παραλλαγές.
 You won't believe what that f***er did today!
f***ing,
f*cking,
f**king
vulgar, written, informal (fucking) (γραπτός λόγος, διαδίκτυο)γ@μημένος μτχ πρκ
  γαμ@το έκφρ
  (συντομογραφία)γμτ έκφρ
Σχόλιο: "Fucking" can be spelled "f***ing", "f*cking" or "f**king" when someone wants to avoid writing out a profane word.
Σχόλιο: Στον γραπτό λόγο και κυρίως στο διαδίκτυο, για λόγους κομψότητας ή για να μη λογοκρίνεται και αφαιρείται η λέξη, κάποιοι χαρακτήρες αντικαθιστούνται από σύμβολα όπως το @. Ενδέχεται να υπάρχουν περισσότερες παραλλαγές.
 I hate you! You're a f***ing jerk! This film's f*cking awful.
host,
f: hostess
n
([sb]: receives guests) (σε σπίτι)οικοδεσπότης, οικοδέσποινα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The host welcomed his guests.
 Ο οικοδεσπότης υποδέχτηκε τους καλεσμένους του.
 Η οικοδέσποινα υποδέχτηκε τους καλεσμένους της.
lion,
f: lioness
n
(big cat) (αρσενικό και θηλυκό)λιοντάρι ουσ ουδ
  (θηλυκό λιοντάρι)λέαινα, λιονταρίνα ουσ θηλ
  (παλαιό, αρσενικό)λέων, λέοντας ουσ αρσ
 The lion has the nickname "King of the Jungle", but lions actually live on the savannah.
 Το λιοντάρι έχει το ψευδώνυμο «Βασιλιάς της Ζούγκλας», αλλά στην πραγματικότητα τα λιοντάρια ζούνε στη σαβάνα.
TGIF,
T.G.I.F.
interj
informal, initialism (Thank goodness it's Friday.)Ευτυχώς είναι Παρασκευή!, Επιτέλους Παρασκευή! περίφρ
Σχόλιο: Also: Thank God it's Friday
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία ως προς τη χρήση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'F' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the letter F, got an F on the [test, exam], got an F on her report card, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση F στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «F».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!