Σύνθετοι τύποι:
|
AF, A.F. n | initialism (military: air force) (σντμ: πολεμική αεροπορία) | Π.Α. ουσ θηλ άκλ |
AF, A.F. n | initialism (physics: audio frequency) (επιστήμη: φυσική, επικοινωνίες) | ακουστική συχνότητα επίθ + ουσ θηλ |
AF, A.F. n | initialism (language: Anglo-French) | διάλεκτος, παραλλαγή της αγγλονορμανδικής γλώσσας |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
AF, A.F. n | initialism (Asian female) | Ασιάτισσα ουσ θηλ κυρ |
B.F.A., BFA n | initialism (degree: Bachelor of Fine Arts) | πτυχίο καλών τεχνών φρ ως ουσ ουδ |
| Terry received a B.F.A. from the University of Texas. |
B.F.A., BFA n | initialism ([sb]: Bachelor of Fine Arts) | πτυχιούχος καλών τεχνών φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| The CEO is a BFA and MBA with specialties in online marketing communications. |
c.i.f., CIF n | initialism (cost, insurance, and freight) | τιμή, ασφάλεια και ναύλος συμπεριλαμβάνονται στην τιμή περίφρ |
C/F n | initialism (carried forward) | μεταφέρθηκε ρ αμ |
emf, EMF, E.M.F., e.m.f. n | initialism (electromagnetic field) | ηλεκτρομαγνητικό πεδίο επίθ + ουσ ουδ |
emf, EMF, E.M.F., e.m.f. n | initialism (electromotive force) (σντμ: ηλεκτρεγερτική δύναμη) | ΗΕΔ ουσ θηλ άκλ |
f-word, the f-word n | (euphemism for fuck) (καθομιλουμένη) | μαμώτο ουσ ουδ άκλ |
| (σπάνιο, περιγραφικό) | η λέξη από γ περίφρ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
FOB, F.O.B. n | US, initialism (shipping: free on board) (διακίνηση αγαθών) | ελεύθερο επί του πλοίου φρ ως επίθ |
| FOB is a term used in shipping. |
fps, f.p.s. n | abbreviation, usually plural (foot per second) (μονάδα μέτρησης) | πόδια ανά δευτερόλεπτο περίφρ |
fps, f.p.s. n | abbreviation, usually plural (film: frame per second) | καρέ ανά δευτερόλεπτο, πλαίσια ανά δευτερόλεπτο περίφρ |
f***, f**k, f*ck | vulgar, written, informal (fuck) (αργκό: αντί βρισιάς) | μαμάω, απαυτώνω ρ μ |
| (γραπτός λόγος, διαδίκτυο) | γ*μάω ρ μ |
| (συντομογραφία: γαμώτο) | γμτ έκφρ |
Σχόλιο: All meanings of "fuck" can be spelled "f***", "f**k", or "f*ck" when someone wants to avoid writing out a profane word. |
Σχόλιο: Αντίστοιχα, όλες οι προαναφερθείσες αποδόσεις μπορούν να γραφούν με * ή @ στη θέση ορισμένων γραμμάτων. |
| F**k it, this film's boring; let's watch something else. |
f***ed, f*cked adj | vulgar, written, informal (fucked) (ευφημισμός) | τη μάμησα έκφρ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | ξοφλημένος, τελειωμένος μτχ πρκ |
| | την πάτησα έκφρ |
| (ευφημισμός: χάλασα) | μαμήθηκα έκφρ |
Σχόλιο: "Fucked" can be spelled "f***ed" or "f*cked" when someone wants to avoid writing out a profane word. |
Σχόλιο: Όταν δεν θέλουμε να γράψουμε ολόκληρες τις εν λόγω λέξεις, ορισμένα γράμματα αντικαθίστανται με αστερίσκους ή άλλα σύμβολα. |
| The TV's f*cked again. |
| The boss found out what we did, so now we're all f***ed. |
| Το αφεντικό ανακάλυψε τι έκανα οπότε τη μαμήσαμε όλοι. |
| Η τηλεόραση μαμήθηκε πάλι. |
f***er, f*cker n | pejorative, vulgar, written, informal (despicable person) (αργκό: αντί βρισιάς) | μαμιόλης, μαμιόλα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| (αργκό, χυδαίο, προσβλητικό) | γ*μιόλης, γ*μιόλα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| (αργκό: αντί βρισιάς) | μακάκας, μ@λάκας, λαλάκας ουσ αρσ |
Σχόλιο: "Fucker" can be spelled "f***er" or "f*cker" when someone wants to avoid writing out a profane word. |
Σχόλιο: Στον γραπτό λόγο και κυρίως στο διαδίκτυο, για λόγους κομψότητας ή για να μη λογοκρίνεται και αφαιρείται η λέξη, κάποιοι χαρακτήρες αντικαθιστούνται από σύμβολα ή γράμματα όπως το @. Ενδέχεται να υπάρχουν περισσότερες παραλλαγές. |
| You won't believe what that f***er did today! |
f***ing, f*cking, f**king | vulgar, written, informal (fucking) (γραπτός λόγος, διαδίκτυο) | γ@μημένος μτχ πρκ |
| | γαμ@το έκφρ |
| (συντομογραφία) | γμτ έκφρ |
Σχόλιο: "Fucking" can be spelled "f***ing", "f*cking" or "f**king" when someone wants to avoid writing out a profane word. |
Σχόλιο: Στον γραπτό λόγο και κυρίως στο διαδίκτυο, για λόγους κομψότητας ή για να μη λογοκρίνεται και αφαιρείται η λέξη, κάποιοι χαρακτήρες αντικαθιστούνται από σύμβολα όπως το @. Ενδέχεται να υπάρχουν περισσότερες παραλλαγές. |
| I hate you! You're a f***ing jerk! This film's f*cking awful. |
host, f: hostess n | ([sb]: receives guests) (σε σπίτι) | οικοδεσπότης, οικοδέσποινα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| The host welcomed his guests. |
| Ο οικοδεσπότης υποδέχτηκε τους καλεσμένους του. |
| Η οικοδέσποινα υποδέχτηκε τους καλεσμένους της. |
lion, f: lioness n | (big cat) (αρσενικό και θηλυκό) | λιοντάρι ουσ ουδ |
| (θηλυκό λιοντάρι) | λέαινα, λιονταρίνα ουσ θηλ |
| (παλαιό, αρσενικό) | λέων, λέοντας ουσ αρσ |
| The lion has the nickname "King of the Jungle", but lions actually live on the savannah. |
| Το λιοντάρι έχει το ψευδώνυμο «Βασιλιάς της Ζούγκλας», αλλά στην πραγματικότητα τα λιοντάρια ζούνε στη σαβάνα. |
TGIF, T.G.I.F. interj | informal, initialism (Thank goodness it's Friday.) | Ευτυχώς είναι Παρασκευή!, Επιτέλους Παρασκευή! περίφρ |
Σχόλιο: Also: Thank God it's Friday |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία ως προς τη χρήση. |