shortcoming

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈʃɔːrtkʌmɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈʃɔrtˌkʌmɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(shôrtkum′ing)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shortcoming n often plural (person: fault, flaw)ελάττωμα, μειονέκτημα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)κουσούρι ουσ ουδ
  ψεγάδι ουσ ουδ
 Ben's enthusiasm and cheerfulness make up for all his other shortcomings.
 If you want to be an acrobat, a total lack of coordination is a pretty serious shortcoming.
 Ο ενθουσιασμός και το κέφι του Μπεν αντισταθμίζουν τα όποια άλλα ελαττώματά του. // Αν θέλεις να γίνεις ακροβάτης η παντελής έλλειψη συντονισμού είναι αρκετά σημαντικό ελάττωμα.
 Ο ενθουσιασμός και το κέφι του Μπεν αντισταθμίζουν τα όποια άλλα κουσούρια του.
shortcoming n often plural (plan, system: failing)μειονέκτημα, ελάττωμα ουσ ουδ
  ατέλεια ουσ θηλ
  ανεπάρκεια ουσ θηλ
  (μεταφορικά)ελλείψεις ουσ θηλ πλ
 The system's shortcomings were plain for all to see.
 Τα μειονεκτήματα του συστήματος ήταν εμφανή σε όλους μας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'shortcoming' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση shortcoming στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «shortcoming».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!