WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
carryover, also UK: carry-over, carryforward, also UK: carry-forward n | (accounts: amount carried forward) | μεταφορά ουσ θηλ |
| | | μεταφερόμενο ποσό επίθ + ουσ ουδ |
carryover, also UK: carry-over n | ([sth] postponed, extended) (συνήθως κάτι κακό) | απομεινάρι, κατάλοιπο ουσ ουδ |
| | | κτ που μεταφέρεται, κτ που παραμένει, κτ που διατηρείται περίφρ |
| | | κτ που παίρνω μαζί μου περίφρ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
carry [sth] over, carry over [sth] vtr phrasal sep | (sum: transfer to next column) (μαθηματικά: άθροισμα, υπόλοιπο) | μεταφέρω ρ μ |
| | Carry over the number "4" and put it at the top of the next column. |
| | Μετάφερε τον αριθμό «4» και βάλ' τον στην κορυφή της επόμενης στήλης. |
carry [sth] over, carry over [sth] vtr phrasal sep | (vacation allowance: use next year) (άδεια) | μεταφέρω στο επόμενο έτος έκφρ |
| | My boss won't allow me to carry over my vacation time to next year so I must take holidays now. |
| | Το αφεντικό μου δεν θα μου επιτρέψει να μεταφέρω την άδειά μου στο επόμενο έτος, επομένως πρέπει να κάνω διακοπές τώρα. |
| carry over to [sth] vi phrasal + prep | (be extended) | παρατείνομαι ρ αμ |
| | His frustration at work carried over to his home. |
| | Η αγανάκτησή του στη δουλειά παρατάθηκε και στο σπίτι του. |