WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
αβίαστος επίθ | (χωρίς κόπο, προσπάθεια) | effortless adj |
| | spontaneous adj |
| | natural adj |
| Η αβίαστη ερμηνεία του ηθοποιού συνάρπασε το κοινό. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις |
unconstrained adj | (not restricted, free) (χωρίς περιορισμούς) | απεριόριστος, ελεύθερος επίθ |
| (από τη φύση του) | φυσικός, αβίαστος επίθ |
| (για γέλιο, ενέργεια κλπ) | πηγαίος, αυθόρμητος, αυθεντικός επίθ |
| Unconstrained spending led to the company's eventual bankruptcy. |
unforced adj | (voluntary) | αβίαστος, εθελοντικός επίθ |
| (επίσημο) | εθελούσιος επίθ |
slick adj | figurative (action: smooth, easy) | επιδέξιος επίθ |
| | αβίαστος επίθ |
| With a slick movement, the goalkeeper caught the ball. |
| Με μια επιδέξια κίνηση, ο τερματοφύλακας έπιασε την μπάλα. |
effortless adj | (that looks easy) | ανεπιτήδευτος, αβίαστος επίθ |
| | φυσικός επίθ |
| The Hollywood star is known for her effortless elegance. |
unforced adj | (natural, spontaneous) | αυθόρμητος, αβίαστος, πηγαίος, φυσικός επίθ |