WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
αβάσταχτος,
αβάστακτος
επίθ
(δεν αντέχεται)unbearable adj
  intolerable adj
  unendurable adj
 Ο πόνος της μάνας που χάνει το παιδί της είναι αβάσταχτος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
αβάσταχτος,
αβάστακτος
επίθ
(πολύ βαρύς)unliftable adj
 Αβάσταχτο ήταν το φορτίο που κουβαλούσε στους ώμους του ο άντρας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
excruciating adj (pain: intense)πολύ έντονος, πολύ δυνατός περίφρ
  αβάσταχτος επίθ
  που δεν αντέχεται περίφρ
 The pain of passing a kidney stone is excruciating.
insupportable adj (unbearable)αφόρητος, αβάσταχτος, ανυπόφορος επίθ
  (καθομ)που δεν αντέχεται έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
unbearable adj (not endurable)αφόρητος, ανυπόφορος επίθ
  που δεν αντέχεται περίφρ
  αβάσταχτος επίθ
 The loud music coming from the neighbour's stereo at 3 in the morning was unbearable.
 Η δυνατή μουσική που ακουγόταν από το στερεοφωνικό του γείτονα στις 3 τη νύχτα ήταν ανυπόφορη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση αβάσταχτος στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «αβάσταχτος».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!