WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
αβαντάζ ουσ ουδ άκλ | (το πλεονέκτημα) | advantage n |
| | benefit n |
| | edge n |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις |
edge n | (competitive advantage) (ευνοϊκότερη θέση) | πλεονέκτημα ουσ ουδ |
| | αβαντάζ ουσ ουδ άκλ |
| The home team had an edge over its opponents because it was taller. |
| Οι γηπεδούχοι είχαν πλεονέκτημα συγκριτικά με τους αντιπάλους τους, επειδή ήταν ψηλότεροι. |
| Οι γηπεδούχοι είχαν το αβαντάζ συγκριτικά με τους αντιπάλους τους, επειδή ήταν ψηλότεροι. |