WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
αβίαστα επίρ (εκφράζεται αυθόρμητα, ελεύθερα)effortlessly adv
  easily adv
 Η αντίδραση του σε όσα άκουσε ήρθε αβίαστα.
αβίαστα επίρ (χωρίς πίεση)voluntarily adv
  without being pressured expr
 Ο Γιάννης αποφάσισε αβίαστα να σπουδάσει Ιατρική σε άλλη χώρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
effortlessly adv (with great ease)άνετα, ξεκούραστα, εύκολα επίρ
  αβίαστα επίρ
  άκοπα επίρ
 The soccer team effortlessly defeated their opponents.
handily adv (easily, with no effort) (καθομιλουμένη)άνετα, χαλαρά επίρ
  εύκολα, αβίαστα επίρ
 The soccer player handily scored two goals in the first five minutes of the game.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
glibly adv (flippantly, without thinking)αυθόρμητα, αβίαστα επίρ
  εύκολα επίρ
  με ευκολία φρ ως επίρ
  απερίσκεπτα επίρ
 When questioned about unemployment, the minister responded glibly, angering the audience.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση αβίαστα στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «αβίαστα».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!