Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι πρόκειται για ένα εικονικό λεξικό, το οποίο δημιουργήθηκε συνδυάζοντας το Αγγλικά=>Ελληνικά με το Αγγλικά=>Αραβικά λεξικό. Η ποιότητα των αποτελεσμάτων ενδέχεται να μην είναι εξίσου καλή με εκείνη των υπόλοιπων λεξικών του WordReference.
WordReference Ελληνικά-Αραβικά Virtual Dictionary © 2025:
Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι πρόκειται για ένα εικονικό λεξικό, το οποίο δημιουργήθηκε συνδυάζοντας το Αγγλικά=>Ελληνικά με το Αγγλικά=>Αραβικά λεξικό. Η ποιότητα των αποτελεσμάτων ενδέχεται να μην είναι εξίσου καλή με εκείνη των υπόλοιπων λεξικών του WordReference.
Κύριες μεταφράσεις |
ανεπιτήδευτος, αβίαστος, φυσικόςFrom the English "effortless" επίθ,επίθ | | طبيعي |
αβίαστος, εθελοντικός, εθελούσιοςFrom the English "unforced" επίθ,επίθ | | إراديّ، اختياريّ |
επιδέξιος, αβίαστοςFrom the English "slick" επίθ,επίθ | | سريع |
| Με μια επιδέξια κίνηση, ο τερματοφύλακας έπιασε την μπάλα. |
| بحركة سريعة، أمسك حارس المرمى بالكرة. |
απεριόριστος, ελεύθερος, φυσικός, αβίαστος, πηγαίος, αυθόρμητος, αυθεντικόςFrom the English "unconstrained" επίθ,επίθ,επίθ | (χωρίς περιορισμούς) | غير مضبوط |
αυθόρμητος, αβίαστος, πηγαίος, φυσικόςFrom the English "unforced" επίθ | | عفويّ، طبيعيّ |