WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
αβλαβής επίθ | (δεν κάνει κακό) | harmless adj |
| Το ηλεκτρονικό τσιγάρο θεωρείται αβλαβές για κάποιους. |
αβλαβής επίθ | (δεν έπαθε τίποτα) | unharmed adj |
| Ο παππούς μου γύρισε αβλαβής από το μέτωπο. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις |
harmless adj | (does no harm) | αβλαβής, ακίνδυνος επίθ |
| | που δεν κάνει κακό περίφρ |
| Walking outside in the rain is totally harmless. |
| Η βόλτα έξω στη βροχή είναι εντελώς ακίνδυνη. |
innocuous adj | (substance: harmless) | αβλαβής, ακίνδυνος επίθ |
| (μεταφορικά) | αθώος, άκακος επίθ |
| You may as well try the innocuous home remedy; it can't hurt. |
unharmed adj | (not hurt) | αβλαβής, αλώβητος επίθ |
| Luckily, Nancy walked away from the accident unharmed. |
unimpaired adj | (having no defect or impediment) | αβλαβής, άβλαφτος επίθ |
| | άθικτος, αλώβητος επίθ |
inviolate adj | (intact, not damaged) (που δεν έχει βλάβη) | αβλαβής επίθ |
| | σώος επίθ |
| (που δεν έχει πειραχτεί) | ανέγγιχτος, απείραχτος, άθικτος, ανέπαφος επίθ |
unhurt adj | (not injured) (χωρίς να τραυματιστεί) | σώος, αβλαβής επίθ |
| | γερός, άβλαφτος επίθ |
| | σώος και αβλαβής έκφρ |
| (μεταφορικά) | αθικτος, αλώβητος επίθ |
benign adj | (substance: harmless) | άκακος, αβλαβής επίθ |
| There are a few benign additives in the dough. |
| Υπάρχουν κάποια άκακα (or: αβλαβή) πρόσθετα στη ζύμη. |
nonthreatening, non-threatening adj | (not dangerous or harmful) | μη απειλητικός, μη εκφοβιστικός περίφρ |
| | ακίνδυνος, άκακος, αβλαβής επίθ |