WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
άβολα επίρ (χωρίς άνεση)uncomfortable adj
  uncomfortably adv
 Είναι άβολα σε αυτό το κρεβάτι γιατί παραείναι σκληρό το στρώμα.
άβολα επίρ (αμήχανα)uncomfortable adj
  uncomfortably adv
  awkward adj
  awkwardly adv
 Ένιωσα άβολα όταν έφυγε το μαγιό μου απ' τη θέση του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
άβολα επίρ (αντίξοα, δύσκολα)inconveniently adv
 Μου 'ρθαν άβολα τα πράγματα!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
uncomfortable adj (person) (είμαι, νιώθω κ.λπ.)άβολα επίρ
  (όχι σωματικά)αμήχανα φρ ως επίρ
  (όχι σωματικά)σε δύσκολη θέση φρ ως επίρ
 Beth was uncomfortable sitting on the hard chair.
 Η Μπεθ ένιωθε άβολα που καθόταν στην σκληρή καρέκλα.
uneasy adj (person: uncomfortable) (νιώθω)άβολα, αμήχανα επίρ
  (είμαι)αμήχανος επίθ
  ανήσυχος επίθ
  (έρχομαι)σε αμηχανία περίφρ
 Ann felt uneasy when her boss looked over her shoulder while she was working.
 Η Αν ένιωθε αμήχανα όταν το αφεντικό της στεκόταν πίσω της και την παρακολουθούσε ενώ εκείνη δούλευε.
uncomfortably adv (in a physically unpleasant way)άβολα επίρ
 Rosa was sitting uncomfortably on an old wooden chair.
inconveniently adv (causing trouble)άβολα επίρ
 The driver parked his lorry inconveniently at the end of our driveway.
inopportunely adv (inconveniently, inappropriately) (χρονικά)άκαιρα, ανεπίκαιρα επίρ
  σε ακατάλληλη ώρα περίφρ
  (γενικότερα)άβολα επίρ
  ακατάλληλα επίρ
 The phone call came inopportunely just as my guests were arriving for dinner.
awkwardly adv (speech, action: with unease)αμήχανα επίρ
  άβολα επίρ
  αδέξια επίρ
 The man proposed marriage awkwardly because he was so nervous.
uncomfortably adv figurative (in an awkward way)άβολα, αμήχανα επίρ
  περίεργα, παράξενα επίρ
 Frank was explaining uncomfortably why he hadn't done his homework.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
ill at ease,
ill-at-ease
adj
(socially awkward)αμήχανος επίθ
  που νιώθει άβολα περίφρ
  νευρικός
 I am always ill at ease at events where I don't know anyone.
self-conscious adj (embarrassed, too self-aware)αμήχανος επίθ
  ανασφαλής επίθ
  που νιώθει αμηχανία περίφρ
  που νιώθει άβολα περίφρ
 Knowing that everyone was watching made me feel very self-conscious.
set sb's teeth on edge v expr figurative (cause discomfort)κάνω κπ να νιώσει άβολα έκφρ
  ενοχλώ ρ μ
squirm vi figurative (feel shame/guilt) (μεταφορικά)κάθομαι στην ηλεκτρική καρέκλα έκφρ
  νιώθω άβολα ρ αμ + επίρ
 All Pippa could do was squirm as Walter reeled off a list of all her faults.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση άβολα στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «άβολα».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!