Κύριες μεταφράσεις |
tentative adj | (not committed) | αβέβαιος επίθ |
| | διστακτικός επίθ |
Σχόλιο: Συχνά στην απόδοση προτιμάται το αντίστοιχο επίρρημα, π.χ. «Ο άντρας έβαλε διστακτικά το πόδι του στο νερό για να τεστάρει τη θερμοκρασία.» |
| The man dipped a tentative foot into the water to test the temperature. |
precarious adj | (situation: unstable) | ασταθής επίθ |
| | αβέβαιος επίθ |
| The precarious state of the stock market is making investors wary. |
| Η ασταθής κατάσταση του χρηματιστηρίου κάνει τους επενδυτές προσεκτικούς. |
| Η αβέβαιη κατάσταση του χρηματιστηρίου κάνει τους επενδυτές προσεκτικούς. |
uncertain adj | (person: doubtful, not sure) (άτομο: με αμφιβολίες) | αβέβαιος επίθ |
| He seemed uncertain whether to stay or go. |
| Ήταν αβέβαιος για το αν θα έμενε ή θα έφευγε. |
unsure (of/about sth) adj | (person: uncertain about sth) | αβέβαιος επίθ |
| | που δεν είναι βέβαιος, που δεν είναι σίγουρος περίφρ |
| He's unsure whether he'll be able to come with us. |
faltering adj | (hesitant, uncertain) | αβέβαιος, διστακτικός επίθ |
| (γλώσσα) | σπαστός επίθ |
| From Miranda's faltering attempts at making dinner, it was clear she had little experience of cooking. |
| The man spoke faltering English. |
iffy adj | informal (not certain) | αβέβαιος επίθ |
| Mark feels iffy about driving at night without his glasses. |
chancy adj | (risky) | αβέβαιος, επισφαλής επίθ |
| | ριψοκίνδυνος επίθ |
imponderable adj | (uncertain, hard to define) | αστάθμητος επίθ |
| | αβέβαιος επίθ |
| | άγνωστος επίθ |
waverer n | (one who hesitates to take a firm position) | διστακτικός, αναποφάσιστος, αβέβαιος επίθ |
| (ανάμεσα σε δυο επιλογές) | αμφιταλαντευόμενος μτχ ενεστ |
uncertain adj | (situation: not assured) (κατάσταση: όχι ασφαλής) | αβέβαιος, επισφαλής επίθ |
| The food situation remains uncertain: more aid will probably be needed. |
| Η κατάσταση με τα τρόφιμα είναι ακόμη αβέβαιη. Πιθανόν να χρειαστεί περαιτέρω βοήθεια. |
dubious adj | (person: doubtful) | αβέβαιος επίθ |
| | που αμφιβάλει, που έχει αμφιβολίες περίφρ |
| They are dubious about being able to arrive in time. |
| Είναι αβέβαιοι για το αν θα τα καταφέρουν να φτάσουν στην ώρα τους. |
problematic, problematical adj | (unresolved) | αμφίσημος, αβέβαιος, αμφίβολος επίθ |
| The movie's problematic ending left many unanswered questions. |
choppy adj | (jerky, uneven) | αβέβαιος επίθ |
| | άστατος επίθ |
| The young man spoke in choppy sentences. |
seesaw (US), see-saw (UK) n | figurative (back-and-forth situation or struggle) | κτ που έχει πολλά πάνω κάτω, που είναι μια έτσι μια αλλιώς περίφρ |
| (μεταφορικά) | κτ που έχει πολλά σκαμπανεβάσματα περίφρ |
| | αβέβαιος, μεταβλητός επίθ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| My last boyfriend was very moody; our relationship was an emotional seesaw. |
| Ο τελευταίος σύντροφός μου ήταν πολύ κυκλοθυμικός, η σχέση μας συναισθηματικά είχε πολλά σκαμπανεβάσματα. |
uneasy adj | (uncertain, precarious) | ασταθής επίθ |
| | αβέβαιος επίθ |
| The two enemies could not settle their differences, but they agreed to an uneasy truce. |
| Οι δύο εχθροί δεν μπορούσαν να λύσουν τις διαφορές τους, αλλά συμφώνησαν σε μια αβέβαιη ανακωχή. |
unsure adj | (situation: unstable, uncertain) | επισφαλής, αβέβαιος επίθ |
| (μεταφορικά) | ασταθής, ρευστός επίθ |
| Food supplies for the winter are looking increasingly unsure. |
doubtful adj | (uncertain) | αβέβαιος, αμφίβολος επίθ |
| Now that she has lost her job, Linda is facing a doubtful future. |
| Η Λίντα αντιμετωπίζει ένα αβέβαιο μέλλον τώρα που έχασε τη δουλειά της. |