WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
αβέβαιος επίθ (αμφίβολος, δεν είναι σίγουρος)uncertain adj
  unsure adj
  doubtful, dubious adj
 Με όλα τα περιβαλλοντικά προβλήματα που υπάρχουν, είμαι αβέβαιος για το μέλλον του πλανήτη μας.
αβέβαιος επίθ μεταφορικά (ασταθής, ασαφής)uncertain adj
 Δε δουλεύει κάθε μέρα οπότε το εισόδημά του είναι αβέβαιο.
αβέβαιος επίθ μεταφορικά (δείχνει δισταγμό)uncertain adj
 Ο Νίκος πήγαινε σπίτι του με αβέβαιο βήμα καθώς δεν ήξερε τι θα συναντούσε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tentative adj (not committed)αβέβαιος επίθ
  διστακτικός επίθ
Σχόλιο: Συχνά στην απόδοση προτιμάται το αντίστοιχο επίρρημα, π.χ. «Ο άντρας έβαλε διστακτικά το πόδι του στο νερό για να τεστάρει τη θερμοκρασία.»
 The man dipped a tentative foot into the water to test the temperature.
precarious adj (situation: unstable)ασταθής επίθ
  αβέβαιος επίθ
 The precarious state of the stock market is making investors wary.
 Η ασταθής κατάσταση του χρηματιστηρίου κάνει τους επενδυτές προσεκτικούς.
 Η αβέβαιη κατάσταση του χρηματιστηρίου κάνει τους επενδυτές προσεκτικούς.
uncertain adj (person: doubtful, not sure) (άτομο: με αμφιβολίες)αβέβαιος επίθ
 He seemed uncertain whether to stay or go.
 Ήταν αβέβαιος για το αν θα έμενε ή θα έφευγε.
unsure (of/about sth) adj (person: uncertain about sth)αβέβαιος επίθ
  που δεν είναι βέβαιος, που δεν είναι σίγουρος περίφρ
 He's unsure whether he'll be able to come with us.
faltering adj (hesitant, uncertain)αβέβαιος, διστακτικός επίθ
  (γλώσσα)σπαστός επίθ
 From Miranda's faltering attempts at making dinner, it was clear she had little experience of cooking.
 The man spoke faltering English.
iffy adj informal (not certain)αβέβαιος επίθ
 Mark feels iffy about driving at night without his glasses.
chancy adj (risky)αβέβαιος, επισφαλής επίθ
  ριψοκίνδυνος επίθ
imponderable adj (uncertain, hard to define)αστάθμητος επίθ
  αβέβαιος επίθ
  άγνωστος επίθ
waverer n (one who hesitates to take a firm position)διστακτικός, αναποφάσιστος, αβέβαιος επίθ
  (ανάμεσα σε δυο επιλογές)αμφιταλαντευόμενος μτχ ενεστ
uncertain adj (situation: not assured) (κατάσταση: όχι ασφαλής)αβέβαιος, επισφαλής επίθ
 The food situation remains uncertain: more aid will probably be needed.
 Η κατάσταση με τα τρόφιμα είναι ακόμη αβέβαιη. Πιθανόν να χρειαστεί περαιτέρω βοήθεια.
dubious adj (person: doubtful)αβέβαιος επίθ
  που αμφιβάλει, που έχει αμφιβολίες περίφρ
 They are dubious about being able to arrive in time.
 Είναι αβέβαιοι για το αν θα τα καταφέρουν να φτάσουν στην ώρα τους.
problematic,
problematical
adj
(unresolved)αμφίσημος, αβέβαιος, αμφίβολος επίθ
 The movie's problematic ending left many unanswered questions.
choppy adj (jerky, uneven)αβέβαιος επίθ
  άστατος επίθ
 The young man spoke in choppy sentences.
seesaw (US),
see-saw (UK)
n
figurative (back-and-forth situation or struggle)κτ που έχει πολλά πάνω κάτω, που είναι μια έτσι μια αλλιώς περίφρ
  (μεταφορικά)κτ που έχει πολλά σκαμπανεβάσματα περίφρ
  αβέβαιος, μεταβλητός επίθ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 My last boyfriend was very moody; our relationship was an emotional seesaw.
 Ο τελευταίος σύντροφός μου ήταν πολύ κυκλοθυμικός, η σχέση μας συναισθηματικά είχε πολλά σκαμπανεβάσματα.
uneasy adj (uncertain, precarious)ασταθής επίθ
  αβέβαιος επίθ
 The two enemies could not settle their differences, but they agreed to an uneasy truce.
 Οι δύο εχθροί δεν μπορούσαν να λύσουν τις διαφορές τους, αλλά συμφώνησαν σε μια αβέβαιη ανακωχή.
unsure adj (situation: unstable, uncertain)επισφαλής, αβέβαιος επίθ
  (μεταφορικά)ασταθής, ρευστός επίθ
 Food supplies for the winter are looking increasingly unsure.
doubtful adj (uncertain)αβέβαιος, αμφίβολος επίθ
 Now that she has lost her job, Linda is facing a doubtful future.
 Η Λίντα αντιμετωπίζει ένα αβέβαιο μέλλον τώρα που έχασε τη δουλειά της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shaky adj (uncertain)δειλός επίθ
  αβέβαιος επίθ
 Ben gave Ruth a shaky smile and said that he was OK.
brittle adj figurative (superficially confident, but nervous)αγχωμένος επίθ
  αβέβαιος επίθ
  που δείχνει αβεβαιότητα, που δείχνει ανασφάλεια περίφρ
  προσποιητά σίγουρος φρ ως επίθ
 Her palms sweating, Lucy gave her interviewer a brittle smile.
slippery adj (uncertain, unstable)αβέβαιος, επισφαλής επίθ
  ευάλωτος επίθ
  (μεταφορικά)σε τεντωμένο σχοινί έκφρ
 The news that there would be job cuts at her workplace left Joanne in a slippery position.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
hang in the balance v expr figurative (be precarious)είμαι αβέβαιος ρ έκφρ
  (μεταφορικά)κρέμομαι από μια κλωστή έκφρ
 Australia's political future hung in the balance after no clear winner emerged in Saturday's election.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση αβέβαιος στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «αβέβαιος».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!