WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΕλληνικάΑγγλικά
αβοήθητος επίθ (έμεινε χωρίς βοήθεια)helpless adj
  (formal)unaided adj
 Ο ορειβάτης έμεινε αβοήθητος για ώρες μέχρι να τον βρουν οι διασώστες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κατάλληλες εγγραφές από την άλλη πλευρά του λεξικού
Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
helpless adj (defenceless)αβοήθητος επίθ
  απροστάτευτος επίθ
 The bear cubs were totally helpless without their mother.
 Τα αρκουδάκια ήταν εντελώς απροστάτευτα χωρίς τη μητέρα τους.
unaided adj (without help)αβοήθητος επίθ
 The explorer is planning to undertake a journey across Antarctica unaided.
high and dry adj figurative (person: abandoned) (καθομιλουμένη)ξεκρέμαστος μτχ πρκ
  αβοήθητος επίθ
  (επίσημο, μεταφορικά)επί ξύλου κρεμάμενος έκφρ
 When he left her, she found herself high and dry with no income and nowhere to live.
over a barrel adv informal, figurative (at sb else's mercy)στο έλεος κπ εκφρ
  αβοήθητος επίθ
  σε δεινή θέση έκφρ
flat on your back expr figurative (helpless, defeated)ανήμπορος, αβοήθητος επίθ
without hope adj (desperate, helpless)απελπιστικός, απελπισμένος, αβοήθητος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση αβοήθητος στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «αβοήθητος».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Πορτογαλικά | Ιταλικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Πολωνικά | Ρουμανικά | Τσέχικα | Τουρκικά | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!