hurt

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈhɜːrt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/hɝt/ ,USA pronunciation: respelling(hûrt)

Inflections of 'hurt' (v): (⇒ conjugate)
hurts
v 3rd person singular
hurting
v pres p
hurt
v past
hurt
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hurt vi (be painful)πονάω ρ αμ
 His leg hurt for two days.
 Το πόδι του πονούσε για δυο μέρες.
hurt [sth] vtr (injure a body part)τραυματίζομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
  χτυπάω, χτυπώ ρ μ
  τραυματίζω ρ μ
  (λαϊκότροπο, ποιητικό)λαβώνομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
 He hurt his leg and had to leave the game.
 Τραυματίστηκε στο πόδι του και αναγκάστηκε να βγει από το παιχνίδι.
 Χτύπησε το πόδι του και αναγκάστηκε να βγει από το παιχνίδι.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Λαβώθηκε βαριά στο χέρι, αλλά συνέχισε τον αγώνα.
hurt [sb] vtr (injure [sb])πονάω ρ μ
 Let go of my arm - you're hurting me!
 Άφησε το χέρι μου, με πονάς!
hurt adj (injured)τραυματισμένος μτχ πρκ
  πληγωμένος, χτυπημένος μτχ πρκ
  (λαϊκότροπο, ποιητικό)λαβωμένος μτχ πρκ
 The hurt player had to leave the game.
 Ο τραυματισμένος παίκτης έπρεπε να βγει από τον αγώνα.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο λαβωμένος ήρωας ξεψύχησε μετά τη μάχη.
hurt [sb] vtr (emotionally) (μεταφορικά)πληγώνω, πονάω, πονώ ρ μ
 Stop saying that; you're hurting me!
 Σταμάτα να το λες αυτό, με πληγώνεις!
hurt adj (emotionally) (μεταφορικά)πληγωμένος μτχ πρκ
 The hurt child burst into tears.
 Το πληγωμένο παιδί ξέσπασε σε κλάματα.
hurt n (anguish)πόνος ουσ αρσ
  (επίσημο)οδύνη ουσ θηλ
 The hurt in his eyes said it all.
 Ο πόνος στα μάτια του μαρτυρούσε τα πάντα.
hurt n figurative (wrong)κακό ουσ ουδ
 The hurt done to the innocent can never be righted.
 Το κακό που γίνεται στους αθώους δεν μπορεί με τίποτα να αντισταθμιστεί.
hurt [sb] vtr (be upsetting) (μεταφορικά)πονάω, πονώ ρ μ
  (μεταφορικά)πληγώνω ρ μ
 It hurts me to see you this unhappy.
 Με πονάει να σε βλέπω τόσο δυστυχισμένο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hurt n dated (pain)πόνος ουσ αρσ
 The hurt just won't go away. I'm going to take some aspirin.
hurt n dated (injury)τραυματισμός ουσ αρσ
  τραύμα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)χτύπημα ουσ ουδ
 The tennis player's hurt to the knee was serious.
hurt vi (suffer pain)πονάω, πονώ ρ αμ
 He was hurting for two days after the accident.
hurt [sth] vtr informal, figurative (damage)βλάπτω ρ μ
  (ανεπανόρθωτη βλάβη)καταστρέφω ρ μ
 The scandal hurt the politician's chances of re-election.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
get hurt vi + adj informal (be injured)τραυματίζομαι, χτυπάω ρ αμ
 It was a minor accident and no-one got hurt.
hurt feelings npl (emotion: let-down, resentment) (Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.)-
 He's so sensitive, he often has hurt feelings.
 Είναι τόσο ευαίσθητος που συχνά πληγώνονται τα αισθήματά του.
hurt yourself vtr + refl (suffer accidental injury)χτυπάω ρ αμ
 Don't hurt yourself on the trampoline!
hurt yourself vtr + refl (inflict self-harm)κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου έκφρ
 You hurt yourself by smoking.
It doesn't hurt to do [sth] v expr informal (It is a good idea to do [sth])δεν βλάπτει να κάνω κτ έκφρ
Σχόλιο: Often used in advice: 'it won't hurt' or 'it wouldn't hurt.'
 I doubt that Simon will lend you his car, but it doesn't hurt to ask!
It won't hurt [sb] to do [sth],
it wouldn't hurt [sb] to do [sth]
v expr
informal (It is advisable for [sb] to do [sth])δεν παθαίνω τίποτα να κάνει κτ έκφρ
 It wouldn't hurt you to at least ask your teacher for more time to do your essay.
It doesn't hurt that v expr informal (It is helpful that)δεν βλάπτει που έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'hurt' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: hurt my [arm, head, finger], [suffered, experienced] a big hurt (when), has a hurt [knee, hand, finger], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση hurt στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «hurt».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!