• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: offended, offend

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
offended adj (with hurt feelings)προσβεβλημένος μτχ πρκ
 The offended customer is demanding an apology from the store manager.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
offend [sb] vtr (annoy, anger)προσβάλλω ρ μ
  είμαι προσβλητικός για κπ ρ έκφρ
 The comedian's jokes are in bad taste and offend the audience.
offend [sb] vtr (hurt feelings)προσβάλλω ρ μ
  (μεταφορικά)πληγώνω ρ μ
 Matthew offended Susan with his unkind remarks.
offend vi (commit a crime)διαπράττω έγκλημα, διαπράττω αδίκημα περίφρ
 The school is trying to curb the trend of students who offend again and again.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
offend against [sth] vi + prep (violate values, principles) (τον νόμο)καταπατώ ρ μ
  (κανόνα)παραβιάζω ρ μ
  (και τα δύο)δεν συμμορφώνομαι με κτ περίφρ
 The government's actions offend against all the principles of decency.
offend [sth/sb] vtr (be disagreeable)ενοχλώ ρ μ
  είμαι ενοχλητικός για κτ, είμαι δυσάρεστος για κτ έκφρ
  δεν αρέσω σε κπ/κτ έκφρ
 That smell offends my nose.
offend [sth] vtr (violate, transgress)προσβάλλω ρ μ
 This book offends the morals of our community.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
offended | offend
ΑγγλικάΕλληνικά
gravely offended adj (seriously outraged)εντονότατα προσβεβλημένος έκφρ
 I was gravely offended when my employer accused me of embezzling funds.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'offended' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση offended στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «offended».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!