WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| threat n | (menace, intent to hurt) | απειλή ουσ θηλ |
| | (επίσημο) | εκφοβισμός ουσ αρσ |
| | (καθομιλουμένη) | φοβέρα ουσ θηλ |
| | The thief's threat was enough to get everyone to cooperate. |
| | Η απειλή του κλέφτη ήταν αρκετή να τους κάνει όλους να συνεργαστούν. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η αστυνομία αναγκάστηκε να υποκύψει στους εκφοβισμούς των απαγωγέων. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν περνούν σ' εμένα οι φοβέρες του! |
| threats npl | (intimidation) | απειλή ουσ θηλ |
| | Sick of her husband's threats, Anna finally left him. |
| threat n | (risk) | κίνδυνος ουσ αρσ |
| | The threat of bad weather kept him home that night. |
| | Ο κίνδυνος κακοκαιρίας τον κράτησε σπίτι εκείνο το βράδυ. |
| a threat to [sth/sb] n | (dangerous person) | απειλή ουσ θηλ |
| | The criminal was considered a threat to society. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: