WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| vulnerable adj | (open to attack) (ανοιχτός σε επίθεση) | ευάλωτος επίθ |
| | The port was vulnerable when the fleet left. |
| | Το λιμάνι ήταν ευάλωτο σε επιθέσεις όταν έφυγε ο στόλος. |
| vulnerable to [sth] adj + prep | (open to: attack, etc.) (σε κάτι) | ευάλωτος επίθ |
| | Pearl Harbor was vulnerable to attack because it was approachable from any direction. |
| | Το Περλ Χάρμπορ ήταν ευάλωτο στις επιθέσεις διότι μπορούσε να το προσεγγίσει κανείς από όλες τις κατευθύνσεις. |
| vulnerable adj | (sensitive, easily hurt) | ευάλωτος, ευαίσθητος επίθ |
| | (συχνά για κοινωνικές ομάδες) | ευπαθής επίθ |
| | She felt very vulnerable after her divorce. |
| | Αισθανόταν πολύ ευάλωτη μετά το διαζύγιο της. |