hushed

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈhʌʃt/US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/hʌʃt/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: hushed, hush

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hushed adj (quiet, subdued)ήσυχος, χαμηλόφωνος επίθ
  (μεταφορικά)χαμηλωμένος επίθ
 In a hushed voice, the librarian told the kids to be quiet.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hush interj (be quiet)ησυχία επιφ
  κάνε ησυχία επιφ
  (ανεπίσημο)σουτ επιφ
 The teacher said, "Hush everyone, I'm trying to explain."
 Ο δάσκαλος είπε, «Κάντε ησυχία όλοι, προσπαθώ να εξηγήσω.»
hush vi (be quiet) (σταματάω να μιλάω)σιωπώ, σωπαίνω ρ αμ
  (δεν κάνω θόρυβο)κάνω ησυχία περίφρ
 The crowd hushed as the speaker came out.
 Το πλήθος έκανε ησυχία καθώς εμφανίστηκε ο ομιλητής.
hush [sb] vtr (make quiet)λέω σε κπ να κάνει ησυχία περίφρ
 Lola started to say something, but I hushed her, as Gary hadn't finished speaking.
hush n (quiet)ησυχία ουσ θηλ
  σιγή ουσ θηλ
  (ανεπ: συχνά από αμηχανία)βουβαμάρα ουσ θηλ
 There was a sudden hush when the news of the war broke.
 Ξαφνικά απλώθηκε ησυχία όταν μαθεύτηκαν τα νέα για τον πόλεμο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
hush | hushed
ΑγγλικάΕλληνικά
hush [sth] up,
hush up [sth]
vtr phrasal sep
informal (suppress mention of [sth](καθομιλουμένη, μεταφορικά)κουκουλώνω ρ μ
  (επίσημο)αποσιωπώ ρ μ
 The politician tried to hush up the scandal, but the press got wind of it.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
hush | hushed
ΑγγλικάΕλληνικά
hush money,
hush-money
n
slang (money paid to keep a secret)χρήματα για να εξαγοράσω τη σιωπή κπ περίφρ
  (μεταφορικά)λάδωμα για να μην μιλήσει κπ, λάδωμα για να κρατήσει κπ το στόμα του κλειστό περίφρ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)λάδωμα για να κάνει μόκο κπ περίφρ
Σχόλιο: Συχνά αποδίδεται με τη χρήση ρήματος, π.χ. «Αναγκάστηκα να λαδώσω την αδερφή μου για να μην πει στη μητέρα μου που ήμουν».
 I had to give my sister hush money to stop her telling my mother where I'd been.
hush puppy n US, regional (deep-fried doughball)κροκέτα ουσ θηλ
  κροκέτα με κουρκούτι φρ ως ουσ θηλ
hush up vi + adv informal (be silent) (καθομιλουμένη)κάνω ησυχία έκφρ
  (αργκό, προσβλητικό)το βουλώνω έκφρ
  (αργκό, προσβλητικό)βγάζω τον σκασμό έκφρ
 The babysitter told the children to hush up and go to sleep.
hush [sb] up vtr + adv informal (make [sb] silent) (αργκό)ζητώ από κπ να το βουλώσει, ζητώ από κπ να βγάλει τον σκασμό περίφρ
  (καθομιλουμένη: πιο ευγενικό)ζητώ από κπ να κάνει ησυχία περίφρ
 I'm worried your brother will blab the secret to everyone. How can we hush him up?
hush up interj informal (stop talking)κάνε ησυχία επιφ
  (μεταφορικά: αγενές)βούλωσέ το επιφ
  (μεταφορικά: αγενές)σκάσε επιφ
 Hush up and watch the movie!
 Βούλωσέ το και δες την ταινία!
hush-hush adj (secret, secretive)κρυφός, μυστικός επίθ
 The plans for their wedding are all very hush-hush.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'hushed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση hushed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «hushed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!