WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| spite n | (desire to harm, bother) | κακία ουσ θηλ |
| | | κακεντρέχεια ουσ θηλ |
| | (ανεπίσημο) | άχτι ουσ ουδ |
| | Anna didn't need the car, she took it out of spite because she knew you wanted it. |
| | Η Άννα δεν χρειαζόταν το αυτοκίνητο, το πήρε από κακία επειδή ήξερε πως το ήθελες. |
| spite [sb]⇒ vtr | usually infinitive (desire to hurt [sb]) | εκνευρίζω, πειράζω ρ μ |
| | (μεταφορικά: πιο έντονο) | πονάω, πληγώνω ρ μ |
| | (καθομιλουμένη) | πικάρω ρ μ |
| | Of course you aren't a horrible person; Neil just said that to spite you because he knows everyone likes you more than him. |
| | Φυσικά και δεν είσαι απαίσιο άτομο. Ο Νηλ απλά το είπε για να σε εκνευρίσει γιατί ξέρει πως όλοι σε πάνε περισσότερο από εκείνον. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: