grip

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈgrɪp/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/grɪp/ ,USA pronunciation: respelling(grip)

Inflections of 'grip' (v): (⇒ conjugate)
grips
v 3rd person singular
gripping
v pres p
gripped
v past
gripped
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grip [sth/sb] vtr (grasp, hold)κρατάω, κρατώ, πιάνω ρ μ
  (κρατάω γερά)σφίγγω ρ μ
 Anna gripped the racket tightly as she stepped on the tennis court.
 Η Άννα κρατούσε γερά τη ρακέτα όταν μπήκε στο γήπεδο του τένις.
grip [sb] vtr figurative (fascinate) (μεταφορικά)μαγεύω ρ μ
  συναρπάζω, συνεπαίρνω, καθηλώνω ρ μ
 The amazing performance gripped the audience.
 Η απίστευτη παράσταση μάγεψε το κοινό.
grip n (grasp, hold)σφίξιμο ρ μ
  κράτημα, πιάσιμο ουσ ουδ
Σχόλιο: Συνήθως αποδίδεται με το αντίστοιχο ρήμα.
 Peter's grip on the wheel tightened as he drove through the mountains.
 Το σφίξιμο του Πίτερ στο τιμόνι δυνάμωνε όσο οδηγούμε μέσα στα βουνά.
grip n figurative, informal (understanding)κατανοώ, καταλαβαίνω ρ μ
  (μεταφορικά, καθομ)πιάνω ρ μ
  αντίληψη, κατανόηση ουσ θηλ
 The students had to show that they had a firm grip on the class material.
 ΟΙ μαθητές έπρεπε να δείξουν ότι κατάλαβαν καλά την ύλη του μαθήματος.
 ΟΙ μαθητές έπρεπε να δείξουν ότι έχουν πλήρη κατανόηση της ύλης του μαθήματος.
grip n figurative (power, hold)έλεγχος ουσ αρσ
  (μτφ: αρνητική σημασία)χέρι ουσ ουδ
 The coach kept his athletes firmly in his grip.
 Ο προπονητής είχε τους αθλητές του καλά υπό τον έλεγχό του.
grip n (racquet sports: hold) (ρακέτα)κρατάω, κρατώ ρ μ
 The tennis coach corrected the student's forehand grip.
grip n (racquet sports: tape on handle)λαβή ουσ θηλ
 This tennis racquet has a nylon grip.
grip n (handle)χερούλι ουσ ουδ
  λαβή ουσ θηλ
 The grip on the old knife was worn and needed to be replaced.
 Η λαβή του παλιού μαχαιριού είχε φθαρεί και έπρεπε να αντικατασταθεί.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grip n (TV, movie stagehand)μακινίστας ουσ αρσ
 The director was angry because the grips took too long setting up the lighting.
grip n (tyres, tires) (μεταφορικά: λάστιχα)κράτημα ουσ ουδ
 The new snow tires had an excellent grip on the road.
grip n (handshake)χειραψία ουσ θηλ
 Jim and Harry traded grips as they met.
grip,
grip on [sth]
n
figurative (sanity)τα λογικά έκφρ
  (μεταφορικά)τα μυαλά έκφρ
 It was too much for John, and he felt that he was beginning to lose his grip.
 Ήταν υπερβολικό για τον Τζον και αισθανόταν ότι είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του.
grip,
grip bag
n
(travel bag, holdall) (ταξιδιού)τσάντα ουσ θηλ
 Katie keeps her gym kit in a black grip.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bobby pin (US,
AU),
kirby grip (UK)
n
(flat metal hairpin)τσιμπιδάκι ουσ ουδ
  φουρκέτα ουσ θηλ
 The ballerina secured her bun with bobby pins.
cross grip n (martial arts move)μη διαθέσιμη μετάφραση
get a grip v expr figurative, slang (regain self-control) (μεταφορικά)συνέρχομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)μαζεύομαι ρ αμ
 It's time to stop panicking and get a grip.
 He's too nervous; he needs to get a grip.
 Είναι καιρός να σταματήσω να πανικοβάλλομαι και να συνέλθω. // Είναι τόσο αγχωμένος. Πρέπει να συνέρθει.
get a grip! interj figurative, slang (you are overreacting, control yourself) (καθομιλουμένη)συγκρατήσου, μαζέψου, σύνελθε ρ αμ
  (αργκό, μεταφορικά)ξεκόλλα ρ αμ
 It's nothing to get so worked up about – get a grip!
 Δεν είναι κάτι για το οποίο αξίζει να εκνευριστείς τόσο πολύ. Μαζέψου (or: Σύνελθε)!
 Δεν είναι κάτι για το οποίο αξίζει να εκνευριστείς τόσο πολύ. Ξεκόλλα!
get a grip on [sth] v expr figurative, informal (start to understand)αρχίζω να καταλαβαίνω ρ μ
  (αργκό, μεταφορικά)πιάνω ρ μ
 I would love to get a grip on basic physics.
 Πολύ θα ήθελα να αρχίσω να καταλαβαίνω τις βασικές έννοιες της φυσικής.
grip tape n (adhesive tape used for friction)αυτοκόλλητη ταινία ουσ θηλ
lose your grip on reality v expr (no longer understand things)χάνω την αίσθηση της πραγματικότητας έκφρ
pistol grip n (handle of a handgun)λαβή πιστολιού φρ ως ουσ θηλ
  (για άλλα αντικείμενα)λαβή που μοιάζει με λαβή πιστολιού
 Most car wash spray wands have a pistol grip.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'grip' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: broke free of his grip, could not break free of her grip, had a tight grip on his [arm, shoulder], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση grip στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «grip».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!