enter

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɛntər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈɛntɚ/ ,USA pronunciation: respelling(entər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
enter vi (go in) (επίσημο)εισέρχομαι ρ αμ
  μπαίνω μέσα περίφρ
  μπαίνω ρ αμ
 You may enter, but please knock first to announce your presence.
 Μπορείς να εισέλθεις, αλλά σε παρακαλώ χτύπα την πόρτα πρώτα για να ανακοινώσεις την παρουσία σου.
 Μπορείς να μπεις μέσα, αλλά σε παρακαλώ χτύπα την πόρτα πρώτα για να ανακοινώσεις την παρουσία σου.
enter [sth] vtr (go inside) (πηγαίνω μέσα)μπαίνω ρ αμ
  (επίσημο)εισέρχομαι ρ αμ
 He entered the house.
 Μπήκε στο σπίτι.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το αεροσκάφος εισήλθε στον ελληνικό εναέριο χώρο στις πέντε ακριβώς.
enter [sth] vtr (contest: participate)λαμβάνω μέρος περίφρ
  (καθομιλουμένη)παίρνω μέρος περίφρ
 He decided to enter the contest to see if he could win.
 Αποφάσισε να λάβει μέρος στον διαγωνισμό για να δει αν θα μπορούσε να κερδίσει.
enter [sth] vtr (begin membership, participation) (σταδιοδρομία)ξεκινάω, ξεκινώ ρ μ
  (μέλος)γίνομαι ρ μ
 He entered the medical profession after years of schooling.
 Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως γιατρός μετά από χρόνια εκπαίδευσης.
enter [sb],
enter [sb] into [sth]
vtr
(gain membership for [sb](καθομιλουμένη)βάζω ρ μ
  δηλώνω ρ μ
  (μεταφορικά)γράφω ρ μ
 The father entered his son in the race.
 Ο πατέρας έβαλε τον γιο του στον αγώνα.
 Ο πατέρας δήλωσε τον γιο του για τον αγώνα.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η μητέρα μου με έγραψε στα μαθήματα κιθάρας.
enter [sth] in [sth],
enter [sth] into [sth],
enter [sth] on [sth]
vtr
(on a form: give information)καταχωρώ, καταχωρίζω ρ μ
 He entered his name on the first line of the form.
 Καταχώρησε (or: καταχώρισε) το όνομά του στην πρώτη γραμμή της αίτησης.
enter [sth] vtr (data, etc.: type, key in)εισάγω ρ μ
  (καθομιλουμένη)βάζω, δίνω ρ μ
 Enter the code using the numeric keypad.
enter [sth] in [sth],
enter [sth] into [sth],
enter [sth] on [sth]
vtr
(data: type, key into [sth])καταχωρώ κτ σε κτ, καταχωρίζω κτ σε κτ ρ αμ + πρόθ
  πληκτρολογώ κτ σε κτ ρ αμ + πρόθ
 The analyst entered the data into the database.
 Ο αναλυτής καταχώρησε τα στοιχεία στη βάση δεδομένων.
enter [sth] vtr (submit)υποβάλλω ρ μ
 Enter your application for admission before the deadline.
 Πρέπει να υποβάλεις την αίτησή σου για εισαγωγή πριν τη λήξη της προθεσμίας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
enter n (computer keyboard key)enter ουσ ουδ άκλ
 Press "enter" to start typing on a new line.
enter vi (walk on stage)μπαίνω ρ μ
  κάνω είσοδο, πραγματοποιώ είσοδο περίφρ
 The actress enters stage right at the start of the second act.
 Η ηθοποιός μπαίνει από τα δεξιά της σκηνής στην αρχή της δεύτερης πράξης.
enter [sth] vtr (influence, factor)επηρεάζω ρ μ
 His eloquence will enter the discussion more than his ideas.
 Η ευγλωττία του θα επηρεάσει τη συζήτηση περισσότερο από τις ιδέες του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
enter into [sth] vi + prep (become involved)εμπλέκομαι, ανακατεύομαι, ασχολούμαι ρ αμ
  (μεταφορικά)μπαίνω, προχωρώ, αρχίζω ρ αμ
 I don't intend to enter into an argument with you about politics; let's agree to disagree.
enter into force v expr (become law, become active)τίθεμαι σε ισχύ περίφρ
 The new immigration law passed last week by the legislature, will enter into force January 1st of next year.
Enter key n (Return: button on keyboard)πλήκτρο Enter φρ ως ουσ ουδ
  Enter ουσ ουδ άκλ
 The enter key is used to take the cursor to the next line or to execute a command or operation.
enter the scene v expr (appear or come into play)εμφανίζομαι στη σκηνή έκφρ
 Hamlet enters the scene from stage left, not stage right!
reenter [sth],
re-enter [sth]
vtr
(come back into)επανεισέρχομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
  ξαναμπαίνω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'enter' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: enter and exit, enter [here, through the front, in the back, at the side], enter a [city, country], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση enter στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «enter».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!