entertain

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌɛntərˈteɪn/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˌɛntɚˈteɪn/ ,USA pronunciation: respelling(en′tər tān)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
entertain [sb] vtr (people: keep amused)διασκεδάζω ρ μ
  ψυχαγωγώ ρ μ
 The magician entertained the children at the party.
 Helen entertained her work colleagues by telling them about the funny thing that happened to her at the weekend.
 Ο μάγος ψυχαγώγησε τα παιδιά στο πάρτι.
entertain [sb] vtr (have as guests) (καθομιλουμένη)έχω κπ στο σπίτι περίφρ
  έχω φωνάξει κπ, έχω καλέσει κπ, έχω προσκαλέσει κπ ρ μ
  (με διανυκτέρευση)φιλοξενώ ρ μ
 We're entertaining my boss and his wife for the weekend.
 Έχουμε καλέσει το αφεντικό μου και τη γυναίκα του το Σαββατοκύριακο.
 Φιλοξενούμε το αφεντικό μου και τη γυναίκα του το Σαββατοκύριακο.
entertain [sth] vtr (hold, consider)σκέφτομαι ρ μ
  μου περνάει, μου περνάει από το νου, μου περνάει από το μυαλό περίφρ
 I don't know how you can even entertain the notion of leaving your job; what will you live on?
 Δεν ξέρω πως γίνεται να σου περνάει έστω η ιδέα απ' το μυαλό ν' αφήσεις τη δουλειά σου.Με τι θα ζήσεις;
entertain vi (be amusing)διασκεδάζω ρ αμ
  ψυχαγωγώ ρ αμ
  είμαι διασκεδαστικός, είμαι ψυχαγωγικός ρ έκφρ
 Some TV shows manage to entertain and educate at the same time.
 Ορισμένες τηλεοπτικές εκπομπές καταφέρνουν να ψυχαγωγούν και να μορφώνουν ταυτόχρονα.
entertain vi (have guests)έχω καλεσμένους, δέχομαι καλεσμένους περίφρ
  (καθομιλουμένη)έχω κόσμο περίφρ
  (με διανυκτέρευση)φιλοξενώ κόσμο περίφρ
 The high-flying couple entertain every weekend.
 Το επιτυχημένο ζευγάρι έχει κόσμο κάθε σαββατοκύριακο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
entertain guests vi (invite people over)φιλοξενώ, έχω καλεσμένους ρ μ
entertain guests vi (amuse guests)φιλοξενώ, έχω καλεσμένους ρ μ
entertain the idea of [sth] v expr often negative (consider)σκέφτομαι το ενδεχόμενο να έκφρ
  (μεταφορικά)συζητώ το ενδεχόμενο να έκφρ
 He wouldn't entertain the idea of her cooking for him that evening.
entertain the idea of doing [sth] v expr often negative (consider) (συνήθως με άρνηση)σκέφτομαι να κάνω κτ, συζητώ να κάνω κτ περίφρ
  (καθομιλουμένη, μτφ)παίζω με την ιδέα να κάνω κτ έκφρ
entertain yourself vi (keep yourself occupied)απασχολούμαι ρ αμ
 Sit here and entertain yourself while I go make dinner.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'entertain' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: entertain guests, ways to entertain your [children, kids], entertained the [audience, spectators], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση entertain στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «entertain».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!