WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
entertaining adj | (interesting) | διασκεδαστικός, ψυχαγωγικός επίθ |
| At dinner, the host told the guest a number of entertaining stories about her youth. |
| Στο δείπνο η οικοδέσποινα διηγήθηκε στον καλεσμένο της μια σειρά από διασκεδαστικές ιστορίες απ' τα νιάτα της. |
entertaining n | (hospitality) (στο σπίτι) | φιλική συγκέντρωση επίθ + ουσ θηλ |
| (ανεπίσημο) | μάζωξη ουσ θηλ |
| | καλώ φίλους, προσκαλώ κόσμο περίφρ |
| (η έννοια, η ιδέα) | φιλοξενία, περιποίηση ουσ θηλ |
| They haven't done much entertaining since their baby was born. |
| Από τότε που γεννήθηκε το μωρό, οι φιλικές συγκεντρώσεις (or: μαζώξεις) στο σπίτι περιορίστηκαν. |
| Δεν καλούν συχνά κόσμο από τότε που γεννήθηκε το μωρό τους. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η φιλοξενία είναι τέχνη που απαιτεί κόπο, αλλά προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
entertain [sb]⇒ vtr | (people: keep amused) | διασκεδάζω ρ μ |
| | ψυχαγωγώ ρ μ |
| The magician entertained the children at the party. |
| Helen entertained her work colleagues by telling them about the funny thing that happened to her at the weekend. |
| Ο μάγος ψυχαγώγησε τα παιδιά στο πάρτι. |
entertain [sb] vtr | (have as guests) (καθομιλουμένη) | έχω κπ στο σπίτι περίφρ |
| | έχω φωνάξει κπ, έχω καλέσει κπ, έχω προσκαλέσει κπ ρ μ |
| (με διανυκτέρευση) | φιλοξενώ ρ μ |
| We're entertaining my boss and his wife for the weekend. |
| Έχουμε καλέσει το αφεντικό μου και τη γυναίκα του το Σαββατοκύριακο. |
| Φιλοξενούμε το αφεντικό μου και τη γυναίκα του το Σαββατοκύριακο. |
entertain [sth]⇒ vtr | (hold, consider) | σκέφτομαι ρ μ |
| | μου περνάει, μου περνάει από το νου, μου περνάει από το μυαλό περίφρ |
| I don't know how you can even entertain the notion of leaving your job; what will you live on? |
| Δεν ξέρω πως γίνεται να σου περνάει έστω η ιδέα απ' το μυαλό ν' αφήσεις τη δουλειά σου.Με τι θα ζήσεις; |
entertain⇒ vi | (be amusing) | διασκεδάζω ρ αμ |
| | ψυχαγωγώ ρ αμ |
| | είμαι διασκεδαστικός, είμαι ψυχαγωγικός ρ έκφρ |
| Some TV shows manage to entertain and educate at the same time. |
| Ορισμένες τηλεοπτικές εκπομπές καταφέρνουν να ψυχαγωγούν και να μορφώνουν ταυτόχρονα. |
entertain vi | (have guests) | έχω καλεσμένους, δέχομαι καλεσμένους περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | έχω κόσμο περίφρ |
| (με διανυκτέρευση) | φιλοξενώ κόσμο περίφρ |
| The high-flying couple entertain every weekend. |
| Το επιτυχημένο ζευγάρι έχει κόσμο κάθε σαββατοκύριακο. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: