| Κύριες μεταφράσεις |
| chart n | (data table, graph) | διάγραμμα, γράφημα ουσ ουδ |
| | | γραφική παράσταση επίθ + ουσ θηλ |
| | The chart shows the average temperatures by month. |
| | Το διάγραμμα δείχνει τις μέσες θερμοκρασίες ανά μήνα. |
| chart n | (medical file) (αρχείο) | φάκελος ουσ αρσ |
| | (σχεδιάγραμμα) | διάγραμμα ουσ ουδ |
| | The doctor looked at the patient's chart. |
| | Ο γιατρός εξέτασε τον φάκελο του ασθενή. |
| the charts npl | (music: sales ratings) | τα τσαρτ, τα charts φρ ως ουσ ουδ πλ |
| | (πωλήσεων, επιτυχιών) | λίστες ουσ θηλ πλ |
| | The band's last single reached number 8 in the charts. |
| | Το τελευταίο σίνγκλ της μπάντας έφτασε στο νούμερο 8 στα charts. |
| chart [sth]⇒ vtr | (plot a course) (πορεία) | χαράσσω, σχεδιάζω ρ μ |
| | The navigator charted the way to the island. |
| | Ο πλοηγός χάραξε την πορεία προς το νησί. |
| chart [sth] vtr | (track progress, changes) | καταγράφω ρ μ |
| | Use this table to chart your progress as you lose weight. |
| | Χρησιμοποίησε αυτόν τον πίνακα για να καταγράφεις την πρόοδό σου όσο θα χάνεις βάρος. |
Σύνθετοι τύποι:
|
| astrological chart n | (map of constellations) | αστρολογικός χάρτης επίθ + ουσ αρσ |
| bar chart n | (graph that uses bars) | ιστόγραμμα, ραβδόγραμμα ουσ ουδ |
| | | ακιδωτό διάγραμμα επίθ + ουσ ουδ |
| | I used a bar chart to compare lifespans of different animals. |
| chart a course v expr | (plot a route) (κυριολεκτικά) | παρακολουθώ διαδρομή στο χάρτη έκφρ |
| | The ship's captain asked the navigator to chart a course to shore. |
| chart a course v expr | figurative (plan [sth]) (μεταφορικά) | σχεδιάζω ρ μ |
| chart show n | UK (tv, radio: pop music programme) (μουσική εκπομπή) | chart show ουσ ουδ άκλ |
color chart (US), colour chart (UK) n | (table illustrating a range of hues) | χρωματικός πίνακας επίθ + ουσ αρσ |
| | | χρωματολόγιο ουσ ουδ |
| | | πίνακας χρωμάτων φρ ως ουσ αρσ |
| | An artist uses a color chart to identify complementary colors. |
| | Οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν χρωματικούς πίνακες για να εντοπίζουν τα συμπληρωματικά χρώματα. |
| | Οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν χρωματολόγια για να εντοπίζουν τα συμπληρωματικά χρώματα. |
| eye chart | (for testing vision) | πίνακας ουσ αρσ |
| | | πίνακας για οφθαλμολογική εξέταση φρ ως ουσ αρσ |
flip chart, flipchart n | (pad of paper on an easel) | πίνακας παρουσιάσεων ουσ αρσ |
| | | χαρτοπίνακας ουσ ουδ |
| | Try to prepare your flip chart pages in advance. |
| | Προσπάθησε να προετοιμάσεις τον πίνακα παρουσιάσεων εκ των προτέρων. |
flowchart, flow chart, flow sheet n | (diagram of a process) | διάγραμμα ροής φρ ως ουσ ουδ |
| | In the training materials, a flowchart of the standard procedure is included. |
flowchart, flow chart, flow sheet n | (computing: system or procedure diagram) | διάγραμμα ιεραρχίας φρ ως ουσ ουδ |
| | Flowcharts can be used to visualize new algorithms. |
| music chart n | (hit parade of most popular songs) | μουσικό chart, μουσικό τσαρτ επίθ + ουσ ουδ άκλ |
| | (συνηθέστερο) | τσαρτ ουσ ουδ άκλ |
off the charts, off the chart adj | (extreme, not measurable) | με ακραίες τιμές περίφρ |
| | | ακραίος επίθ |
off the charts, off the chart adj | figurative, informal (outstanding, unexpected) | εξαιρετικός, τέλειος, άψογος επίθ |
| | (καθομιλουμένη) | απίθανος επίθ |
organization chart, also UK: organisation chart n | (diagram of hierarchy) | διάγραμμα ιεραρχίας περίφρ |
| | | οργανόγραμμα ουσ ουδ |
| percentage chart n | (graph showing quantities per hundred) (σχεδιάγραμμα) | διάγραμμα ποσοστών φρ ως ουσ ουδ |
| | (πίνακας) | πίνακας ποσοστών φρ ως ουσ αρσ |
pie chart, pie graph n | (circular graph divided into segments) | κυκλικό διάγραμμα επίθ + ουσ ουδ |
| | | γράφημα πίτας φρ ως ουσ ουδ |
| | Pie charts are an easy way to visualize expenses. |
| | Pie graphs help you present your data effectively. |
| | Το κυκλικό διάγραμμα είναι ένας εύκολος τρόπος οπτικοποίησης των εξόδων. // Τα κυκλικά διαγράμματα βοηθούν στην αποτελεσματική παρουσίαση δεδομένων. |
star chart, star map n | (astronomy) | χάρτης αστεριών, χάρτης αστέρων φρ ως ουσ αρσ |
| weather chart n | (diagram to illustrate weather forecast) | μετεωρολογικός χάρτης ουσ αρσ |