chartered

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtʃɑːtəd/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: chartered, charter

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
chartered adj (plane, ship: hired for private use)μισθωμένος μτχ πρκ
  (πλοίο, αεροπλάνο)ναυλωμένος μτχ πρκ
 The company president arrived on a chartered jet.
chartered adj UK (person: professionally qualified)πιστοποιημένος μτχ πρκ
  (κατά λέξη)πιστοποιημένος με βασιλικό διάταγμα περίφρ
 Fred has just qualified as a chartered financial planner.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
charter n (organizational document)καταστατικό ουσ ουδ
  καταστατικός χάρτης επίθ + ουσ αρσ
 The club's charter was written by the founding members.
 Το καταστατικό του συλλόγου γράφτηκε από τα ιδρυτικά μέλη.
charter n (authorization document)καταστατικό ουσ ουδ
 A charter has been signed which authorizes the association to establish a new branch.
charter n as adj (boat, trip, etc.: chartered)μισθωμένος μτχ πρκ
  ναυλωμένος μτχ πρκ
  (πτήση)τσάρτερ επίθ άκλ
 The sports team hired a charter plane to take them to the match.
charter [sth] vtr (hire: vehicle, boat)ναυλώνω ρ μ
  μισθώνω ρ μ
  νοικιάζω ρ μ
 John chartered a boat for a fishing trip.
 Ο Τζον ναύλωσε ένα σκάφος για μια εκδρομή για ψάρεμα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
charter n (privilege)δικαίωμα ουσ ουδ
  προνόμιο ουσ ουδ
charter n as adj (school: that was chartered)μη διαθέσιμη μετάφραση
 A new charter school will open next year.
charter [sth] vtr (grant charter to [sth])ιδρύω με καταστατικό περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
chartered | charter
ΑγγλικάΕλληνικά
chartered accountant n (accountancy professional)ορκωτός λογιστής, ορκωτή λογίστρια φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
chartered bus n (bus hired for private use)ναυλωμένο λεωφορείο ουσ ουδ
 We are going on our company picnic on a chartered bus.
chartered plane n (aircraft hired for private use)ναυλωμένο αεροσκάφος ουσ ουδ
 He can even afford a chartered plane to take him to and from the ranch.
chartered surveyor n (surveying professional)πιστοποιημένος μηχανικός, πιστοποιημένη μηχανικός επίθ + ουσ αρσ
  επίσημος μηχανικός, επίσημη μηχανικός επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'chartered' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: take a chartered [flight, bus] (to), am on a chartered [flight] (to), a chartered [ship, boat, plane, aircraft], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση chartered στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «chartered».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!