WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
charming adj | (likable, appealing) | αξιαγάπητος, συμπαθητικός επίθ |
| (συνήθως ερωτικό) | γοητευτικός, ελκυστικός επίθ |
| (εμφατικός τύπος) | συμπαθέστατος επίθ |
| Rob's girlfriend is charming; everyone seems to like her. |
| Η κοπέλα του Ρομπ είναι αξιαγάπητη, όλοι φαίνεται να τη συμπαθούν. |
| Η κοπέλα του Ρομπ είναι ελκυστική, φαίνεται να αρέσει σε όλους. |
charming adj | ironic (not likable or appealing) (ειρωνικό) | ευτυχής επίθ |
| | κακός επίθ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| In a charming turn of events, the faucet broke. |
Charming! interj | ironic (expressing disgust, indignation) (ειρωνικό) | Τι ωραία!, Τι καλά! έκφρ |
| | Τέλεια! έκφρ |
| "You smell bad today." "Charming!" |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
charm n | (likeability) | γοητεία ουσ θηλ |
| | γόητρο ουσ ουδ |
| Evan is known for his charm. |
| Ο Έβαν είναι γνωστός για τη γοητεία του. |
charm n | (jewellery, trinket) | γούρι, φυλαχτό ουσ ουδ |
| Mary wears a bracelet with little charms on it every day. |
| Η Μαίρη φορά ένα βραχιόλι με μικρά γούρια κάθε μέρα. |
charm [sb]⇒ vtr | (make [sb] like you) | γοητεύω ρ μ |
| | σαγηνεύω ρ μ |
| (μεταφορικά) | μαγεύω ρ μ |
| | κερδίζω ρ μ |
| The little girl charmed the shopkeeper, and he gave her a free ice cream cone. |
| Το μικρό κορίτσι μάγεψε τον μαγαζάτορα και της έδωσε ένα δωρεάν παγωτό χωνάκι. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
charm n | (magic: spell) | ξόρκι ουσ ουδ |
| | μάγια ουσ ουδ πλ |
| The witch's charm turned the baby into a bird. |
charm n | (object: talisman) | φυλακτό ουσ ουδ |
| | φυλαχτό ουσ ουδ |
| | γούρι ουσ ουδ |
| In olden times, clover leaves were worn as a charm against evil. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: