charming

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtʃɑːrmɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(chärming)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: charming, charm

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
charming adj (likable, appealing)αξιαγάπητος, συμπαθητικός επίθ
  (συνήθως ερωτικό)γοητευτικός, ελκυστικός επίθ
  (εμφατικός τύπος)συμπαθέστατος επίθ
 Rob's girlfriend is charming; everyone seems to like her.
 Η κοπέλα του Ρομπ είναι αξιαγάπητη, όλοι φαίνεται να τη συμπαθούν.
 Η κοπέλα του Ρομπ είναι ελκυστική, φαίνεται να αρέσει σε όλους.
charming adj ironic (not likable or appealing) (ειρωνικό)ευτυχής επίθ
  κακός επίθ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 In a charming turn of events, the faucet broke.
Charming! interj ironic (expressing disgust, indignation) (ειρωνικό)Τι ωραία!, Τι καλά! έκφρ
  Τέλεια! έκφρ
 "You smell bad today." "Charming!"
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
charm n (likeability)γοητεία ουσ θηλ
  γόητρο ουσ ουδ
 Evan is known for his charm.
 Ο Έβαν είναι γνωστός για τη γοητεία του.
charm n (jewellery, trinket)γούρι, φυλαχτό ουσ ουδ
 Mary wears a bracelet with little charms on it every day.
 Η Μαίρη φορά ένα βραχιόλι με μικρά γούρια κάθε μέρα.
charm [sb] vtr (make [sb] like you)γοητεύω ρ μ
  σαγηνεύω ρ μ
  (μεταφορικά)μαγεύω ρ μ
  κερδίζω ρ μ
 The little girl charmed the shopkeeper, and he gave her a free ice cream cone.
 Το μικρό κορίτσι μάγεψε τον μαγαζάτορα και της έδωσε ένα δωρεάν παγωτό χωνάκι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
charm n (magic: spell)ξόρκι ουσ ουδ
  μάγια ουσ ουδ πλ
 The witch's charm turned the baby into a bird.
charm n (object: talisman)φυλακτό ουσ ουδ
  φυλαχτό ουσ ουδ
  γούρι ουσ ουδ
 In olden times, clover leaves were worn as a charm against evil.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
charm | charming
ΑγγλικάΕλληνικά
charm bracelet n (wrist chain with small ornaments)βραχιόλι-φυλαχτό, βραχιόλι φυλαχτό φρ ως ουσ ουδ
  βραχιόλι με γούρια περίφρ
 She received a new decoration for her charm bracelet for her birthday each year.
charm school n (teaches etiquette)σχολείο καλών τρόπων έκφρ
good luck charm n (trinket worn for good fortune)γούρι ουσ ουδ
 Many people carry a rabbit's foot or four-leaf clover for a good luck charm.
lucky charm n (trinket: kept for luck)γούρι ουσ ουδ
 Clare picked the four-leaf clover and put it in her pocket as a lucky charm.
nail charm n (jewellery worn on fingernails)διακοσμητικό νυχιών περίφρ
  κόσμημα νυχιών περίφρ
work like a charm v expr informal (be effective, work perfectly)δουλεύω μια χαρά ρ αμ + επίρ
  δουλεύω εξαίσια ρ αμ + επίρ
  δουλεύω αποτελεσματικά ρ αμ + επίρ
  (μεταφορικά: έχω αποτέλεσμα)πιάνω ρ αμ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'charming' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: what a charming little [girl, town, house]!, a charming young [man], is always so charming, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση charming στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «charming».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!