appear

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˈpɪər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/əˈpɪr/ ,USA pronunciation: respelling(ə pēr)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
appear vi (come into view)εμφανίζομαι, φαίνομαι ρ αμ
 At last, they appeared at the far end of the beach.
 Τελικά, εμφανίστηκαν (or: φάνηκαν) στην άλλη άκρη της παραλίας.
appear,
appear that
vtr
(with clause: seem) (ότι, πως)φαίνεται ρ απρ
 It appears you were correct after all.
 Φαίνεται πως έχεις δίκιο τελικά.
appear to be [sth] v expr (seem, look)φαίνομαι, δείχνω ρ συνδ
  φαίνομαι να είμαι κτ, δείχνω να είμαι κτ περίφρ
  φαίνομαι ότι είμαι κτ, φαίνομαι πως είμαι κτ, δείχνω ότι είμαι κτ, δείχνω πως είμαι κτ περίφρ
 Ken appears to be very dedicated to his family.
 Ο Κεν φαίνεται (or: δείχνει) πολύ αφοσιωμένος στην οικογένειά του.
 Ο Κεν φαίνεται (or: δείχνει) να είναι πολύ αφοσιωμένος στην οικογένειά του.
 Ο Κεν φαίνεται (or: δείχνει) ότι είναι πολύ αφοσιωμένος στην οικογένειά του.
appear to do [sth] v expr (seem to do)φαίνομαι να κάνω κτ, δείχνω να κάνω κτ περίφρ
  φαίνομαι ότι κάνω κτ, φαίνομαι πως κάνω κτ, δείχνω ότι κάνω κτ, δείχνω πως κάνω κτ περίφρ
 Jenny appears to know what she's doing.
 Η Τζένη φαίνεται (or: δείχνει) να ξέρει τι κάνει.
 Η Τζένη φαίνεται (or: δείχνει) ότι ξέρει τι κάνει.
appear to be doing [sth] v expr ([sth]: seem) (να κάνω κτ)φαίνομαι ρ αμ
 The rain appears to be easing off.
 Η βροχή φαίνεται να σταματά.
appear to have done [sth] v expr (person: seem) (ότι έχω κάνει κτ)φαίνεται ρ απρ
 I appear to have lost my umbrella.
 Φαίνεται ότι έχασα την ομπρέλα μου.
appear vi (with an adj: look)μοιάζω, φαίνομαι ρ μ
  δείχνω ρ μ
 The moon appeared huge through her telescope.
 Audrey appears relaxed.
 Το φεγγάρι έμοιαζε (or: φαινόταν) τεράστιο από το τηλεσκόπιό της. // Η Ώντρεϋ φαινόταν χαλαρή.
appear in [sth] vi + prep (play a role, perform)εμφανίζομαι ρ αμ
  παίζω ρ αμ
 He has appeared in several television shows.
 Έχει εμφανιστεί σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές.
appear in [sth] vi + prep (be published)εμφανίζομαι ρ αμ
 The picture appeared in many newspapers.
 Η εικόνα εμφανίστηκε σε πολλές εφημερίδες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
appear vi (occur)εμφανίζομαι ρ αμ
  κάνω την εμφάνισή μου περίφρ
 The Black Death first appeared in England in 1348.
appear vi (come into being)δημιουργούμαι ρ αμ
 The United Nations appeared as a result of the desire for global stability.
appear vi (law: come before a court)εμφανίζομαι ρ αμ
 She will appear in court tomorrow to answer the charges.
appear for [sb] vi + prep (represent in court) (κάποιον)αντιπροσωπεύω, εκπροσωπώ ρ μ
 Your Honor, I'm James Alfred III, appearing for the defendant.
 Κύριε Πρόεδρε, λέγομαι Τζέιμς Άλφρεντ Ιλ και αντιπροσωπεύω (or: εκπροσωπώ) τον κατηγορούμενο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
appear as though v expr (seem)φαίνεται ότι περίφρ
  από ότι φαίνεται περίφρ
 It appears as though your father is having a mid-life crisis.
appear in print v expr (be printed, be published)δημοσιεύομαι ρ αμ
  εκδίδομαι ρ αμ
 My sister wrote a novel ten years ago, but I don't think it will ever actually appear in print.
failure to appear n (charge of not attending court)ερημοδικία ουσ θηλ
summon [sb] to appear,
summons [sb] to appear
v expr
often passive (call to appear in court) (επίσημο)κλητεύω κπ να εμφανιστεί περίφρ
  καλώ κπ να εμφανιστεί περίφρ
  (εγώ ο ίδιος)καλούμαι να εμφανιστώ περίφρ
 Karen has been summoned to appear before the High Court.
 Η Κάρεν κλήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
summons to appear n (call to appear in court)κλήτευση ουσ θηλ
 The doctor received a summons to appear and give his evidence.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'appear' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: appear out of [nowhere, thin air], appear [suddenly, without warning], appear and disappear, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση appear στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «appear».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!