Κύριες μεταφράσεις |
appear⇒ vi | (come into view) | εμφανίζομαι, φαίνομαι ρ αμ |
| At last, they appeared at the far end of the beach. |
| Τελικά, εμφανίστηκαν (or: φάνηκαν) στην άλλη άκρη της παραλίας. |
appear, appear that vtr | (with clause: seem) (ότι, πως) | φαίνεται ρ απρ |
| It appears you were correct after all. |
| Φαίνεται πως έχεις δίκιο τελικά. |
appear to be [sth] v expr | (seem, look) | φαίνομαι, δείχνω ρ συνδ |
| | φαίνομαι να είμαι κτ, δείχνω να είμαι κτ περίφρ |
| | φαίνομαι ότι είμαι κτ, φαίνομαι πως είμαι κτ, δείχνω ότι είμαι κτ, δείχνω πως είμαι κτ περίφρ |
| Ken appears to be very dedicated to his family. |
| Ο Κεν φαίνεται (or: δείχνει) πολύ αφοσιωμένος στην οικογένειά του. |
| Ο Κεν φαίνεται (or: δείχνει) να είναι πολύ αφοσιωμένος στην οικογένειά του. |
| Ο Κεν φαίνεται (or: δείχνει) ότι είναι πολύ αφοσιωμένος στην οικογένειά του. |
appear to do [sth] v expr | (seem to do) | φαίνομαι να κάνω κτ, δείχνω να κάνω κτ περίφρ |
| | φαίνομαι ότι κάνω κτ, φαίνομαι πως κάνω κτ, δείχνω ότι κάνω κτ, δείχνω πως κάνω κτ περίφρ |
| Jenny appears to know what she's doing. |
| Η Τζένη φαίνεται (or: δείχνει) να ξέρει τι κάνει. |
| Η Τζένη φαίνεται (or: δείχνει) ότι ξέρει τι κάνει. |
appear to be doing [sth] v expr | ([sth]: seem) (να κάνω κτ) | φαίνομαι ρ αμ |
| The rain appears to be easing off. |
| Η βροχή φαίνεται να σταματά. |
appear to have done [sth] v expr | (person: seem) (ότι έχω κάνει κτ) | φαίνεται ρ απρ |
| I appear to have lost my umbrella. |
| Φαίνεται ότι έχασα την ομπρέλα μου. |
appear⇒ vi | (with an adj: look) | μοιάζω, φαίνομαι ρ μ |
| | δείχνω ρ μ |
| The moon appeared huge through her telescope. |
| Audrey appears relaxed. |
| Το φεγγάρι έμοιαζε (or: φαινόταν) τεράστιο από το τηλεσκόπιό της. // Η Ώντρεϋ φαινόταν χαλαρή. |
appear in [sth] vi + prep | (play a role, perform) | εμφανίζομαι ρ αμ |
| | παίζω ρ αμ |
| He has appeared in several television shows. |
| Έχει εμφανιστεί σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές. |
appear in [sth] vi + prep | (be published) | εμφανίζομαι ρ αμ |
| The picture appeared in many newspapers. |
| Η εικόνα εμφανίστηκε σε πολλές εφημερίδες. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
appear vi | (occur) | εμφανίζομαι ρ αμ |
| | κάνω την εμφάνισή μου περίφρ |
| The Black Death first appeared in England in 1348. |
appear vi | (come into being) | δημιουργούμαι ρ αμ |
| The United Nations appeared as a result of the desire for global stability. |
appear vi | (law: come before a court) | εμφανίζομαι ρ αμ |
| She will appear in court tomorrow to answer the charges. |
appear for [sb] vi + prep | (represent in court) (κάποιον) | αντιπροσωπεύω, εκπροσωπώ ρ μ |
| Your Honor, I'm James Alfred III, appearing for the defendant. |
| Κύριε Πρόεδρε, λέγομαι Τζέιμς Άλφρεντ Ιλ και αντιπροσωπεύω (or: εκπροσωπώ) τον κατηγορούμενο. |