WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| emerge⇒ vi | (come out) | ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι ρ αμ |
| | | προβάλλω ρ αμ |
| | (κυριολεκτικά: από νερό) | αναδύομαι ρ αμ |
| | (μεταφορικά, λόγιος) | αναδύομαι ρ αμ |
| | There was a rustling in the bushes and a hedgehog emerged. |
| emerge from [sth] vi + prep | (come out of) (από κτ, μέσα από κτ) | ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι ρ αμ |
| | (από κτ, μέσα από κτ) | προβάλλω ρ αμ |
| | (κυριολεκτικά: από νερό) | αναδύομαι ρ αμ |
| | (μτφ, λόγιος: από κτ) | αναδύομαι ρ αμ |
| | A mole emerged from a hole in the ground. |
| | Ένας τυφλοπόντικας ξεπρόβαλλε από μια τρύπα στο χώμα. |
| emerge vi | (become visible) | ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, προβάλλω ρ αμ |
| | (για τον ήλιο) | βγαίνω ρ αμ |
| | (για τον ήλιο το πρωί) | ανατέλλω ρ αμ |
| | (μεταφορικά, λόγιος) | αναδύομαι, ανατέλλω ρ αμ |
| | The clouds parted and the sun emerged. |
| | Έφυγαν τα σύννεφα και ξεπρόβαλλε ο ήλιος. |
| | Έφυγαν τα σύννεφα και βγήκε ο ήλιος. |
| emerge vi | (come to notice) | προκύπτω, εμφανίζομαι ρ αμ |
| | | αποκαλύπτομαι ρ αμ |
| | (μεταφορικά) | βγαίνω στο φως έκφρ |
| | The trial had to be adjourned when new evidence emerged. |
| | Η δίκη έπρεπε να διακοπεί όταν προέκυψαν νέα αποδεικτικά στοιχεία. |
| | Η δίκη έπρεπε να διακοπεί όταν στοιχεία βγήκαν στο φως νέα αποδεικτικά. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: