Ο όρος 'tease' παραπέμπει στον όρο 'teaser', 'teaser trailer'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'tease' is cross-referenced with 'teaser', 'teaser trailer'. It is in one or more of the lines below.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
tease [sb]⇒ vtr | (make fun of) | πειράζω ρ μ |
| | κοροϊδεύω ρ μ |
| (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | δουλεύω ρ μ |
| I got teased at school because my hair looked funny. |
| Στο σχολείο με πείραζαν γιατί τα μαλλιά μου τους φαίνονταν αστεία. |
| Στο σχολείο με κορόιδευαν γιατί τα μαλλιά μου τους φαίνονταν αστεία. |
| Στο σχολείο με δούλευαν γιατί τα μαλλιά μου τους φαίνονταν αστεία. |
tease [sb] vtr | (annoy) | πειράζω ρ μ |
| Stop teasing your little sister! |
| Σταμάτα να πειράζεις τη μικρή σου αδερφή! |
tease [sb] vtr | (tantalize) | βάζω σε πειρασμό έκφρ |
| She teased us with smells of roasted garlic and herbs. |
tease [sb] vtr | (flirt with) | φλερτάρω ρ μ |
| Rachel is always teasing me but she never puts out. |
tease [sth]⇒ vtr | (comb: hair) | χτενίζω ρ μ |
| (συγκεκριμένο χτένισμα) | φτιάχνω ρ μ |
| (για να δώσω όγκο) | κρεπάρω ρ μ |
| She teased her hair into a beehive style for the party. |
tease⇒ vi | (disturb, provoke) | προκαλώ ρ αμ |
| He's always teasing. |
tease, teaser n | informal (person who teases) (για όλα τα γένη) | πειραχτήρι ουσ ουδ |
| Your brother's always a tease. I never know if I can trust him. |
| Ο αδερφός σου είναι πάντα πειραχτήρι. Ποτέ δεν ξέρω εάν μπορώ να τον εμπιστευτώ. |
tease, teaser n | informal (flirt) | κπ που φλερτάρει χωρίς να το εννοεί ή που φλερτάρει με όλους |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| Julie is such a tease; I'm sure she's only leading that guy on. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
teaser, tease n | (person who teases) (καθομιλουμένη) | πειραχτήρι ουσ ουδ |
| | που του αρέσει να πειράζει τους άλλους περίφρ |
| Don't be such a teaser – just tell me straight! |
| Μην είσαι πειραχτήρι! Πες το μου στα ίσια! |
teaser n | (advertisement) (μεταφορικά) | κράχτης ουσ αρσ |
| The ad was just a teaser to get people into the store. |
| Η διαφήμιση ήταν απλώς κράχτης για να μπει κόσμος στο κατάστημα. |
teaser for [sth] n | (advertisement, preview) | διαφήμιση ουσ θηλ |
| (κομμάτι έργου) | απόσπασμα ουσ ουδ |
| (ζαργκόν) | teaser ουσ ουδ άκλ |
| (ανεπίσημο, καθομ) | τισεράκι ουσ ουδ |
| They've been showing a provocative teaser for tomorrow's episode. |
| Έδειχναν ένα προκλητικό απόσπασμα για το αυριανό επεισόδιο. |
teaser n | informal (question, puzzle) | γρίφος ουσ αρσ |
| | ερώτηση παγίδα φρ ως ουσ θηλ |
| The puzzle turned out to be a challenging teaser. |
| Το παζλ αποδείχθηκε ένας απαιτητικός γρίφος. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
teaser n | (fishing lure) | δόλωμα ουσ ουδ |
| Leaning over the edge of the boat, the angler cast a teaser. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
teaser trailer, teaser, tease n | (TV, film: short promotional film) | τίζερ ουσ ουδ άκλ |
Σχόλιο: Συχνά χρησιμοποιείται ο όρος γραμμένος στα αγγλικά (teaser ή teaser trailer). |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs tease | teaser | teaser trailer |
tease [sth] out, tease out [sth] vtr phrasal sep | figurative (elicit with difficulty) (μεταφορικά, λόγιο) | αποσπώ ρ μ |
| (λόγιο) | εκμαιεύω ρ μ |
| (μεταφορικά, προφορικό: σχετικά με κτ) | ψαρεύω κπ για κτ ρ μ + πρόθ |
| We eventually managed to tease the truth out of Brian. |
| Τελικά, καταφέραμε να αποσπάσουμε την αλήθεια από τον Μπράιαν. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο κατάσκοπος κατάφερε να εκμαιεύσει πληροφορίες από την κυβέρνηση. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: