tackle

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtækəl/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˈtækəl; for Building, Naut. ˈteɪkəl/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(takəl or, for 24,kəl)


Inflections of 'tackle' (v): (⇒ conjugate)
tackles
v 3rd person singular
tackling
v pres p
tackled
v past
tackled
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tackle [sb] vtr (sports: bring to ground)κάνω τάκλιν σε κπ περίφρ
 The rugby player tackled a member of the opposing team, knocking him to the ground.
 Ο παίκτης του ράγκμπι έκανε τάκλιν σε ένα μέλος της αντίπαλης ομάδας ρίχνοντάς τον στο έδαφος.
tackle [sb] vtr (soccer: attempt to get ball)κάνω τάκλιν σε κπ περίφρ
 The football player tackled a member of the opposing team and succeeded in getting the ball away from him.
 Ο ποδοσφαιριστής έκανε τάκλιν σε ένα μέλος της αντίπαλης ομάδας και κατάφερε να του κλέψει την μπάλα.
tackle [sth] vtr (problem)αντιμετωπίζω ρ μ
 The shopkeeper tackled the problem of shoplifting by installing CCTV.
 Ο καταστηματάρχης αντιμετώπισε το πρόβλημα των κλοπών από το μαγαζί του εγκαθιστώντας κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης.
tackle n (sports: bring to ground)τάκλιν ουσ ουδ άκλ
 The tackle stopped the rugby player from scoring a try.
 Το τάκλιν σταμάτησε τον παίκτη του ράγκμπι από το να σκοράρει ένα try.
tackle n (soccer: attempt to get ball)τάκλιν ουσ ουδ άκλ
 The home team player's tackle was unsuccessful and the away team went on to score.
 Το τάκλιν του παίκτη της εντός έδρας ομάδας ήταν αποτυχημένο και η εκτός έδρας ομάδα σκόραρε.
tackle n (fishing gear)σύνεργα ουσ ουδ πλ
  εξοπλισμός ουσ αρσ
  (κατά λέξη)σύνεργα ψαρέματος περίφρ
  εξοπλισμός ψαρέματος περίφρ
 The fisherman set out for the river, carrying all his tackle.
 Ο ψαράς ξεκίνησε για το ποτάμι κουβαλώντας όλο του τον εξοπλισμό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tackle n (hoisting apparatus)παλάγκο ουσ ουδ
  σύσπαστο ουσ ουδ
 The workers used a tackle to lift the heavy load.
tackle n (nautical: rigging) (ναυτιλία)εξαρτία, εξάρτιση ουσ θηλ
  εξαρτισμός ουσ αρσ
 The crew checked the ship's tackle, before setting off on their journey.
 Το πλήρωμα έλεγξε την εξάρτιση του πλοίου, προτού ξεκινήσει το ταξίδι.
tackle,
wedding tackle
n
UK, slang (male genitals) (μεταφορικά, αργκό: ανδρικό μόριο)εργαλείο ουσ ουδ
  (αργκό, χυδαίο)πούτσος ουσ αρσ
 Simon opened his fly and showed Marie his tackle.
tackle [sb] vtr (confront)μιλάω σε κπ ρ αμ + πρόθ
  συζητώ με κπ ρ αμ + πρόθ
 Emily tackled her husband over his drinking.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
block and tackle npl (ropes, chains used to hoist)τροχαλία ουσ θηλ
  πολύσπαστο ουσ ουδ
fishing tackle n (equipment used in angling)εξοπλισμός ψαρέματος φρ ως ουσ αρσ
  αλιευτικός εξοπλισμός επίθ + ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'tackle' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: in his tackle box, another missed tackle!, missed a tackle on number [34], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση tackle στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «tackle».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!