WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
tackle [sb]⇒ vtr | (sports: bring to ground) | κάνω τάκλιν σε κπ περίφρ |
| The rugby player tackled a member of the opposing team, knocking him to the ground. |
| Ο παίκτης του ράγκμπι έκανε τάκλιν σε ένα μέλος της αντίπαλης ομάδας ρίχνοντάς τον στο έδαφος. |
tackle [sb] vtr | (soccer: attempt to get ball) | κάνω τάκλιν σε κπ περίφρ |
| The football player tackled a member of the opposing team and succeeded in getting the ball away from him. |
| Ο ποδοσφαιριστής έκανε τάκλιν σε ένα μέλος της αντίπαλης ομάδας και κατάφερε να του κλέψει την μπάλα. |
tackle [sth]⇒ vtr | (problem) | αντιμετωπίζω ρ μ |
| The shopkeeper tackled the problem of shoplifting by installing CCTV. |
| Ο καταστηματάρχης αντιμετώπισε το πρόβλημα των κλοπών από το μαγαζί του εγκαθιστώντας κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης. |
tackle n | (sports: bring to ground) | τάκλιν ουσ ουδ άκλ |
| The tackle stopped the rugby player from scoring a try. |
| Το τάκλιν σταμάτησε τον παίκτη του ράγκμπι από το να σκοράρει ένα try. |
tackle n | (soccer: attempt to get ball) | τάκλιν ουσ ουδ άκλ |
| The home team player's tackle was unsuccessful and the away team went on to score. |
| Το τάκλιν του παίκτη της εντός έδρας ομάδας ήταν αποτυχημένο και η εκτός έδρας ομάδα σκόραρε. |
tackle n | (fishing gear) | σύνεργα ουσ ουδ πλ |
| | εξοπλισμός ουσ αρσ |
| (κατά λέξη) | σύνεργα ψαρέματος περίφρ |
| | εξοπλισμός ψαρέματος περίφρ |
| The fisherman set out for the river, carrying all his tackle. |
| Ο ψαράς ξεκίνησε για το ποτάμι κουβαλώντας όλο του τον εξοπλισμό. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
tackle n | (hoisting apparatus) | παλάγκο ουσ ουδ |
| | σύσπαστο ουσ ουδ |
| The workers used a tackle to lift the heavy load. |
tackle n | (nautical: rigging) (ναυτιλία) | εξαρτία, εξάρτιση ουσ θηλ |
| | εξαρτισμός ουσ αρσ |
| The crew checked the ship's tackle, before setting off on their journey. |
| Το πλήρωμα έλεγξε την εξάρτιση του πλοίου, προτού ξεκινήσει το ταξίδι. |
tackle, wedding tackle n | UK, slang (male genitals) (μεταφορικά, αργκό: ανδρικό μόριο) | εργαλείο ουσ ουδ |
| (αργκό, χυδαίο) | πούτσος ουσ αρσ |
| Simon opened his fly and showed Marie his tackle. |
tackle [sb]⇒ vtr | (confront) | μιλάω σε κπ ρ αμ + πρόθ |
| | συζητώ με κπ ρ αμ + πρόθ |
| Emily tackled her husband over his drinking. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: