equipment

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪˈkwɪpmənt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ɪˈkwɪpmənt/ ,USA pronunciation: respelling(i kwipmənt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
equipment n (machines) (επίσημο: μηχανήματα)εξοπλισμός ουσ αρσ
 The ambulance carries a lot of medical equipment.
 Το ασθενοφόρο μεταφέρει αρκετό ιατρικό εξοπλισμό.
equipment n (furnishings, tools)εξοπλισμός ουσ αρσ
 They sold all sorts of camping equipment.
 Πουλούσαν κάθε είδους εξοπλισμό κάμπινγκ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
equipment n figurative (ability, knowledge)ικανότητες ουσ θηλ πλ
  γνώσεις ουσ θηλ πλ
  (μεταφορικά)εφόδια ουσ ουδ πλ
 I have the equipment to be the best in my field of work.
 Έχω τις ικανότητες για να είμαι ο καλύτερος στον τομέα εργασίας μου.
 Έχω τις γνώσεις για να είμαι ο καλύτερος στον τομέα εργασίας μου.
equipment n (act of equipping) (επίσημο)εφοδιασμός, εξοπλισμός ουσ αρσ
 The army will not be ready until after the equipment of the troops.
 Ο στρατός δε θα είναι έτοιμος μέχρι να ολοκληρωθεί ο εφοδιασμός των στρατευμάτων.
equipment n (sports kit)εξοπλισμός ουσ αρσ
 He brought his soccer equipment with him in his bag.
 Έφερε στην τσάντα του τον εξοπλισμό του ποδοσφαίρου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
athletic equipment (US),
athletics equipment (UK)
n
(sports apparatus)αθλητικός εξοπλισμός επίθ + ουσ αρσ
camping equipment n (tents, sleeping bags, etc.)εξοπλισμός για κατασκήνωση περίφρ
  εξοπλισμός για κάμπινγκ περίφρ
customer-premises equipment n (at customer's home, work)εξοπλισμός στο χώρο του πελάτη περίφρ
heavy equipment n (industrial machinery)βαρύς εξοπλισμός επίθ + ουσ αρσ
  βαριά μηχανήματα επίθ + ουσ ουδ πλ
 Once the factory had been sold they removed the heavy equipment.
hockey equipment n (gear used in playing hockey)εξοπλισμός για χόκεϊ, εξοπλισμός για χόκεϋ περίφρ
  σύνεργα για χόκεϊ, σύνεργα για χόκεϋ περίφρ
laboratory equipment n (apparatus for scientific research and experiments)εργαστηριακή συσκευή έκφρ
 Chemistry students are supposed to pay for the laboratory equipment they use.
lifting equipment n (machinery for raising heavy loads)εξοπλισμός ανύψωσης φρ ως ουσ αρσ
medical equipment n (doctor's or nurse's supplies)ιατρικός εξοπλισμός επίθ + ουσ αρσ
personal protective equipment n (clothing worn for safety)ατομικός προστατευτικός εξοπλισμός, ατομικός εξοπλισμός προστασίας φρ ως ουσ αρσ
  ατομικά προστατευτικά μέσα, ατομικά μέσα προστασίας φρ ως ουσ ουδ πλ
photographic equipment n (camera, tripod, etc.)φωτογραφικός εξοπλισμός ουσ αρσ
 All my photographic equipment is fully insured.
PPE n initialism (personal protective equipment) (σντμ: μέσα ατομικής προστασίας)ΜΑΠ ουσ ουδ άκλ
recording equipment n (devices used for sound reproduction)εξοπλισμός ηχογράφησης φρ ως ουσ αρσ
safety equipment n (protective clothing and accessories)εξοπλισμός ασφαλείας ουσ αρσ
 Students are not permitted in the laboratory without the proper safety equipment.
sports equipment,
sporting equipment
n
(gear used to play sport)αθλητικός εξοπλισμός φρ ως ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'equipment' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [sports, fishing, camping, construction] equipment, equipment [rental, sale, checks], equipment for [sports], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση equipment στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «equipment».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!