stuffed

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈstʌft/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: stuffed, stuff

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stuffed adj (animal: embalmed)βαλσαμωμένος μτχ πρκ
  (επίσημο)ταριχευμένος μτχ πρκ
 Harry bought a stuffed badger from a flea market.
 Ο Χάρυ αγόρασε έναν βαλσαμωμένο ασβό από μια ανοιχτή αγορά.
stuffed adj (toy: soft, plush) (άτυπο)λούτρινος επίθ
  (γενικά: το παιχνίδι)κουκλάκι, αρκουδάκι ουσ ουδ
 The little girl has lots of stuffed toys.
 Το κοριτσάκι έχει πολλά λούτρινα παιχνίδια.
stuffed adj (food: with filling)γεμιστός επίθ
 At Thanksgiving, we always eat stuffed turkey.
 Την Ημέρα των Ευχαριστιών, πάντα τρώμε γεμιστή γαλοπούλα.
stuffed with [sth] adj + prep (food: with filling)γεμιστός με κτ επίθ + πρόθ
  γεμισμένος με κτ μτχ πρκ + πρόθ
 Brian served us peppers stuffed with mushroom and cheese.
 Ο Μπράιαν μας σέρβιρε πιπεριές γεμιστές με μανιτάρια και τυρί.
stuffed adj (padded)παραγεμισμένος μτχ πρκ
  φουσκωτός επίθ
 Pippa leaned back against the stuffed cushions.
 Η Πίπα έγειρε πάνω στα φουσκωτά μαξιλάρια.
stuffed with [sth] adj + prep (padded with [sth])παραγεμισμένος με κτ, γεμισμένος με κτ μτχ πρκ + πρόθ
  γεμάτος με κτ επίθ + πρόθ
  που περιέχει κτ περίφρ
 The mattress was a sack stuffed with straw.
 Το στρώμα ήταν ένα σακί γεμισμένο με άχυρο.
stuffed adj informal, figurative (filled, full)γεμάτος επίθ
  (καθομ, εμφατικό)παραγεμισμένος, παραφουσκωμένος μτχ πρκ
  (ανεπίσημο)τίγκα, φίσκα επίρ ως επίθ
  (ανεπίσημο)φουλ επίθ άκλ
 The suitcase was stuffed; Oliver couldn't fit another thing in there.
 Η βαλίτσα ήταν γεμάτη. Ο Όλιβερ δεν μπορούσε να χωρέσει τίποτα άλλο μέσα.
stuffed with [sth] adj + prep informal, figurative (filled with [sth])γεμάτος με κτ επίθ + πρόθ
  (ανεπίσημο)τίγκα σε κτ, φίσκα από κτ έκφρ
  (ανεπίσημο)φουλ σε κτ έκφρ
 Alison carried a suitcase stuffed with clothes.
 Η Άλισον κουβαλούσε μια βαλίτσα γεμάτη με ρούχα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stuffed adj informal, figurative (person: full of food) (καθομ, μεταφορικά)φουσκωμένος μτχ πρκ
  (ανεπίσημο, εμφατικό)σκασμένος μτχ πρκ
  (ανεπίσημο)φουλ επίθ άκλ
  (πιο επίσημο)πλήρης επίθ
Σχόλιο: Συχνά αποδίδεται και με το αντίστοιχο ρήμα, πχ «έχω φουσκώσει», «έχω σκάσει».
 I'm stuffed from all that lasagna and garlic bread.
stuffed with [sth] adj + prep informal, figurative (has lots of [sth])γεμάτος με κτ, γεμάτος από κτ επίθ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)παραφορτωμένος με κτ μτχ πρκ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)τίγκα σε κτ, φίσκα από κτ επίρ ως επίθ + πρόθ
 The old lady lived in a house stuffed with knick-knacks and trinkets.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stuff n informal (things)πράγματα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)πράματα ουσ ουδ
 What is this stuff over here in the corner?
 Τι είναι αυτά τα πράγματα στη γωνία;
stuff n informal (belongings)πράγματα ουσ ουδ πλ
  (καθομιλουμένη)πράματα ουσ ουδ πλ
  (επίσημο)υπάρχοντα ουσ ουδ πλ
 My stuff is all in my locker.
 Τα πράγματά μου είναι όλα στο φοριαμό μου.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μάζεψε όλα του τα υπάρχοντα κι έφυγε.
stuff n (substance)πράγμα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)πράμα ουσ ουδ
 See if you can get that stuff off the car door.
 Δες αν μπορείς να βγάλεις αυτό το πράγμα από την πόρτα του αυτοκινήτου.
stuff n informal (unimportant things)πράγματα ουσ ουδ πλ
  (καθομιλουμένη)πράματα ουσ ουδ πλ
 There is some other stuff in that room.
 Υπάρχουν μερικά άλλα πράγματα σε εκείνο το δωμάτιο.
stuff [sth],
stuff [sth] in [sth]
vtr
(cram) (κάτι (σε κάτι))στριμώχνω, χώνω ρ μ
  (το στόμα μου)μπουκώνω ρ μ
 She quickly stuffed all her clothes in her luggage.
 Στρίμωξε (or: έχωσε) στα γρήγορα όλα της τα ρούχα στις βαλίτσες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stuff yourself vtr + refl informal (eat greedily)μπουκώνομαι ρ αμ
 If you stuff yourself at lunch, you won't feel like going for a run this afternoon.
stuff yourself with [sth] v expr informal (eat [sth] greedily)μπουκώνομαι με κτ ρ αμ + πρόθ
 It's impolite to stuff yourself with food at a holiday-party buffet.
and stuff expr informal (and related things)και τέτοια, και άλλα περίφρ
  διάφορα τέτοια, άλλα τέτοια περίφρ
 Travelling helps you learn about life and stuff.
stuff n informal (things in general)διάφορα επίθ ως ουσ
  διάφορα πράγματα περίφρ
 I like talking to Steve about stuff; he's a great listener.
stuff n (things relating to specific subject) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 You understand all that math stuff; I don't. Oh no, Peter's not going on about car stuff again, is he?
 Εσύ καταλαβαίνεις από μαθηματικά και τα συναφή, εγώ πάλι όχι. Ωχ, όχι! Μη μου πεις ότι ο Πίτερ μιλάει πάλι για αυτοκίνητα.
stuff [sth] vtr (plug)βουλώνω ρ μ
 The pipe was leaking, so Ben stuffed it with rags.
stuff [sth] vtr (cast false votes) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 The corrupt politicians stuffed the ballot boxes.
 Οι διεφθαρμένοι πολιτικοί παραποίησαν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας.
stuff [sth] vtr (cooking: fill with [sth] savory)γεμίζω ρ μ
  παραγεμίζω ρ μ
 The easiest way to stuff a turkey is to use a spoon.
stuff [sth] vtr informal (embalm: animal)βαλσαμώνω ρ μ
  ταριχεύω ρ μ
 After her pet dog died, she had it stuffed.
stuff [sth/sb] vtr UK, slang (expressing contempt, rejection) (καθομιλουμένη, υβριστικό)να πάει να γαμηθεί και αυτός και κτ έκφρ
 Alice lost her temper, and told her boss to stuff his poxy job.
 Η Άλις έχασε την ψυχραιμία της και είπε στο αφεντικό της να πάει να γαμηθεί και αυτός και η σκατοδουλειά του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
stuff | stuffed
ΑγγλικάΕλληνικά
stuff up vi phrasal UK, AU, slang (mess up)τα θαλασσώνω έκφρ
  τα κάνω θάλασσα έκφρ
 I was trying to make things better, but I only made them worse; I stuffed up.
stuff [sth] up vtr phrasal sep UK, AU, slang (ruin, mess up)καταστρέφω ρ μ
  χαλάω ρ μ
 This dreadful weather has certainly stuffed our plans for the weekend up.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
stuffed | stuff
ΑγγλικάΕλληνικά
Get stuffed! interj UK, slang (exclamation of anger)Άντε παράτα μας! έκφρ
 "That's not very good; can't you do any better than that?" - "Get stuffed!"
stuffed animal n (soft toy)λούτρινο παιχνίδι ουσ ουδ
  (μεταφορικά)αρκουδάκι ουσ ουδ
 We have a range of stuffed animals on the bed, mainly teddy bears.
 Έχουμε διάφορα λούτρινα παιχνίδια στο κρεβάτι και κυρίως αρκουδάκια.
stuffed animal n (embalmed animal)ταριχευμένο ζώο επίθ + ουσ ουδ
 The taxidermist has a number of stuffed animals displayed in his shop window.
stuffed shirt n figurative, pejorative, informal (pompous person) (καθομιλουμένη, μτφ, αποδοκιμασίας)ψώνιο ουσ ουδ
  δήθεν τύπος επίθ άκλ + ουσ αρσ
stuffed up,
stuffed-up
adj
informal (sinuses, nose: congested)μπουκωμένος, βουλωμένος μτχ πρκ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
 I've had an awful cold and I still have a stuffed-up nose.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'stuffed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: I'm [completely, totally, really] stuffed, my [belly, stomach] feels [completely] stuffed, a stuffed [animal, toy, pillow], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση stuffed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «stuffed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!