stumble

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈstʌmbəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈstʌmbəl/ ,USA pronunciation: respelling(stumbəl)

Inflections of 'stumble' (v): (⇒ conjugate)
stumbles
v 3rd person singular
stumbling
v pres p
stumbled
v past
stumbled
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stumble vi (trip while walking)σκοντάφτω ρ αμ
  (καθομιλουμένη)σκουντουφλάω, σκουντουφλώ ρ αμ
 Walking along the dark path, Helen stumbled and almost fell.
 Ενώ περπατούσε στο σκοτεινό μονοπάτι, η Έλεν σκόνταψε και παραλίγο να πέσει.
stumble n (trip)σκόνταμμα, σκουντούφλημα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)σκουντούφλα ουσ θηλ
Σχόλιο: Συνήθως χρησιμοποιείται το αντίστοιχο ρήμα.
 John's stumble, just before the finish line, cost him first place.
 Το σκουντούφλημα του Τζον ακριβώς πριν τη γραμμή του τέρματος του στοίχισε την πρώτη θέση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stumble n (speech: hesitation) (καθομιλουμένη)σαρδάμ ουσ ουδ άκλ
  (στο λόγο)μπέρδεμα, μπλέξιμο ουσ ουδ
 Apart from a stumble at the beginning, the speech went very well.
stumble vi (speech: flounder, hesitate) (καθομιλουμένη)κάνω σαρδάμ περίφρ
  μπερδεύω τα λόγια μου, μπλέκω τα λόγια μου περίφρ
  (μεταφορικά)μπερδεύω τη γλώσσα μου έκφρ
  (χιουμοριστικό, καθομιλουμένη)γλωσσεύω τη μπέρδα μου έκφρ
 The speaker was nervous and stumbled several times during the talk.
stumble on [sth] vi + prep (trip on [sth])σκοντάφτω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)σκουντουφλάω σε κτ, σκουντουφλώ σε κτ ρ αμ + πρόθ
 Roberta stumbled on a tree branch that was hidden in the long grass.
stumble against [sth/sb] vi + prep (bump into because of trip)πέφτω πάνω σε κτ/κπ, χτυπάω πάνω σε κτ/κπ περίφρ
  (καθομιλουμένη)στουκάρω πάνω σε κτ/κπ περίφρ
 Ian lost his footing on the loose gravel and stumbled against the wall.
stumble through [sth] vi + prep (make way with difficulty)περνάω με δυσκολία μέσα από κτ περίφρ
  περπατάω με δυσκολία μέσα σε κτ περίφρ
 Sarah stumbled through the dark forest.
stumble through [sth] vi + prep figurative (speech: make with difficulty)τα βγάζω πέρα μετά δυσκολίας με κτ περίφρ
  (καθομιλουμένη)τα κουτσοκαταφέρνω με κτ περίφρ
 Paul was ill-prepared, but he managed to stumble through his presentation.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
stumble on [sth],
stumble upon [sth],
stumble across [sth]
vtr phrasal insep
figurative, informal (discover, encounter by chance) (μεταφορικά)πέφτω πάνω σε κτ περίφρ
  (μόνο άτομο)συναντώ τυχαία ρ μ + επίρ
  (μόνο αντικείμενο)βρίσκω τυχαία ρ μ + επίρ
 The other night I happened to stumble on an old photo album.
stumble on [sth],
stumble over [sth]
vtr phrasal insep
figurative (get stuck) (μεταφορικά)κολλάω σε κτ, κολλώ σε κτ ρ αμ + πρόθ
 I always stumble on the words to the national anthem when I try to sing it.
 Πάντα κολλάω στα λόγια του εθνικού ύμνου όταν προσπαθώ να τον τραγουδήσω.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'stumble' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: stumble [on, over] a [crack, root, rock], stumble into [the wall, her, the room], stumble around the [yard, room], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση stumble στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «stumble».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!