• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stuffiness n (room: lack of air)έλλειψη αέρα φρ ως ουσ θηλ
  αποπνικτικότητα ουσ θηλ
  πνιγηρότητα ουσ θηλ
 The stuffiness of the room made the crowd uncomfortable.
stuffiness n (blocked nose)μπούκωμα ουσ ουδ
  (ιατρική: ρινική)συμφόρηση ουσ θηλ
stuffiness n figurative (dull prudishness)καθωσπρεπισμός ουσ αρσ
 Mr. and Mrs. Davis are nice, but their stuffiness makes them hard to get along with.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση stuffiness στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «stuffiness».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!