padded

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpædɪd/

From the verb pad: (⇒ conjugate)
padded is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: padded, pad

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
padded adj (cushioned, stuffed)που έχει μαξιλαράκι περίφρ
 These padded chairs are much more comfortable than the wooden ones we had before.
 Τα στασίδια της εκκλησίας με τα μαξιλαράκια είναι πιο άνετα από τα ξύλινα που είχαμε παλιά.
padded adj (figures: exaggerated) (μεταφορικά)παραφουσκωμένος μτχ πρκ
 A padded claim for expenses is usually easy to spot.
 Συνήθως δεν είναι δύσκολο να εντοπίσεις τους παραφουσκωμένους λογαριασμούς εξόδων.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pad n (soft protective layer)μαξιλάρι, μαξιλαράκι ουσ ουδ
  ενίσχυση ουσ θηλ
 You can buy ski suits with fitted pads to help protect you against injury.
 Μπορείς να αγοράσεις στολή του σκι με εσωτερική ενίσχυση για να σε προστατεύει από τραυματισμούς.
pad n (notebook, jotter)σημειωματάριο, τετράδιο ουσ ουδ
  (σημειώσεων)μπλοκ ουσ ουδ άκλ
 The journalist is making notes on his pad.
 Ο δημοσιογράφος κρατά σημειώσεις στο μπλοκ του.
pad n (soft part of animal's paw)πέλμα ουσ ουδ
  πατούσα ουσ θηλ
  (κατά λέξη: του πέλματος)μαξιλαράκι ουσ ουδ
 The cat is limping because she has a thorn stuck in her pad.
 Η γάτα κουτσαίνει γιατί έχει ένα αγκάθι καρφωμένο στην πατούσα της.
pad n (soft part of finger)άκρη δαχτύλου περίφρ
 I cut the pad of my thumb last week, but it's healed up now.
 Έκοψα την άκρη του δαχτύλου μου την περασμένη εβδομάδα, αλλά έγιανε τώρα.
pad n slang (home) (μεταφορικά, ανεπίσημο)φωλιά, φωλίτσα ουσ θηλ
  (αργκό)τσαρδί ουσ ουδ
 This is a really nice pad you've got here.
 Πολύ ωραία η φωλίτσα που έφτιαξες εδώ.
pad [sth],
pad [sth] with [sth]
vtr
(add stuffing to)γεμίζω, παραγεμίζω ρ μ
 Marilyn is padding the chair cushions.
 Η Μέρλιν γεμίζει τα μαξιλάρια της καρέκλας.
pad [sth] vtr figurative (add extra to) (μεταφορικά)φουσκώνω ρ μ
 Josh is padding his speech; it's not quite long enough yet.
 Ο Τζος φουσκώνει την ομιλία του. Δεν είναι αρκετά μεγάλη ακόμη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pad n (sanitary pad)σερβιέτα ουσ θηλ
 I find pads easier to use than tampons.
pad vi (walk softly)περπατάω ανάλαφρα, περπατώ ανάλαφρα ρ αμ + επίρ
  (άνθρωπος)ακροπατώ, νυχοπατώ ρ αμ
 The dog padded behind the girl.
pad vi (walk slowly)περπατάω αργά, περπατώ αργά ρ αμ + επίρ
 Jeremy padded around the room.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
pad | padded
ΑγγλικάΕλληνικά
pad [sth] out,
pad out [sth]
vtr phrasal sep
(written piece: add words)μεγαλώνω ρ μ
  αυξάνω ρ μ
  διευρύνω ρ μ
  (κατά λέξη)προσθέτω άσχετη πληροφορία για να μεγαλώσει περίφρ
 I'm struggling to pad out my essay to make it 2000 words.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
padded | pad
ΑγγλικάΕλληνικά
padded bra n (cushioned breast-support garment) (καθομιλουμένη)σουτιέν με ενίσχυση περίφρ
  (επίσημο)στηθόδεσμος με ενίσχυση περίφρ
padded cell n (in psychiatric hospital)δωμάτιο ψυχιατρείου με μαλακή επένδυση στους τοίχους
padded cell n figurative (computing: program) (πληροφορική)πρόγραμμα που επιτρέπει τη χρήση ενός περιορισμένου υποσυνόλου δυνατοτήτων του κεντρικού συστήματος περίφρ
Σχόλιο: Σε περιβάλλον Java, τον ίδιο ρόλο επιτελεί το αμμοδοχείο (sandbox). Ο στόχος αυτών των προγραμμάτων είναι η αποφυγή των συνεπειών που δημιουργούνται από τις άστοχες ενέργειες των άπειρων χρηστών.
padded sock n usually plural (cushioned woollen foot garment)κάλτσα με επένδυση περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'padded' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση padded στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «padded».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!