stuffing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈstʌfɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈstʌfɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(stufing)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: stuffing, stuff

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stuffing n (cookery: seasoned filling)γέμιση ουσ θηλ
 If there's stuffing in the turkey it takes longer to cook.
 Αν υπάρχει γέμιση στη γαλοπούλα, παίρνει περισσότερη ώρα να ψηθεί.
stuffing n (upholstery: padding)γέμισμα ουσ ουδ
 The stuffing in the couch was coming out through a hole.
 Το γέμισμα στον καναπέ έβγαινε μέσα από μια τρύπα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stuff n informal (things)πράγματα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)πράματα ουσ ουδ
 What is this stuff over here in the corner?
 Τι είναι αυτά τα πράγματα στη γωνία;
stuff n informal (belongings)πράγματα ουσ ουδ πλ
  (καθομιλουμένη)πράματα ουσ ουδ πλ
  (επίσημο)υπάρχοντα ουσ ουδ πλ
 My stuff is all in my locker.
 Τα πράγματά μου είναι όλα στο φοριαμό μου.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μάζεψε όλα του τα υπάρχοντα κι έφυγε.
stuff n (substance)πράγμα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)πράμα ουσ ουδ
 See if you can get that stuff off the car door.
 Δες αν μπορείς να βγάλεις αυτό το πράγμα από την πόρτα του αυτοκινήτου.
stuff n informal (unimportant things)πράγματα ουσ ουδ πλ
  (καθομιλουμένη)πράματα ουσ ουδ πλ
 There is some other stuff in that room.
 Υπάρχουν μερικά άλλα πράγματα σε εκείνο το δωμάτιο.
stuff [sth],
stuff [sth] in [sth]
vtr
(cram) (κάτι (σε κάτι))στριμώχνω, χώνω ρ μ
  (το στόμα μου)μπουκώνω ρ μ
 She quickly stuffed all her clothes in her luggage.
 Στρίμωξε (or: έχωσε) στα γρήγορα όλα της τα ρούχα στις βαλίτσες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stuff yourself vtr + refl informal (eat greedily)μπουκώνομαι ρ αμ
 If you stuff yourself at lunch, you won't feel like going for a run this afternoon.
stuff yourself with [sth] v expr informal (eat [sth] greedily)μπουκώνομαι με κτ ρ αμ + πρόθ
 It's impolite to stuff yourself with food at a holiday-party buffet.
and stuff expr informal (and related things)και τέτοια, και άλλα περίφρ
  διάφορα τέτοια, άλλα τέτοια περίφρ
 Travelling helps you learn about life and stuff.
stuff n informal (things in general)διάφορα επίθ ως ουσ
  διάφορα πράγματα περίφρ
 I like talking to Steve about stuff; he's a great listener.
stuff n (things relating to specific subject) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 You understand all that math stuff; I don't. Oh no, Peter's not going on about car stuff again, is he?
 Εσύ καταλαβαίνεις από μαθηματικά και τα συναφή, εγώ πάλι όχι. Ωχ, όχι! Μη μου πεις ότι ο Πίτερ μιλάει πάλι για αυτοκίνητα.
stuff [sth] vtr (plug)βουλώνω ρ μ
 The pipe was leaking, so Ben stuffed it with rags.
stuff [sth] vtr (cast false votes) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 The corrupt politicians stuffed the ballot boxes.
 Οι διεφθαρμένοι πολιτικοί παραποίησαν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας.
stuff [sth] vtr (cooking: fill with [sth] savory)γεμίζω ρ μ
  παραγεμίζω ρ μ
 The easiest way to stuff a turkey is to use a spoon.
stuff [sth] vtr informal (embalm: animal)βαλσαμώνω ρ μ
  ταριχεύω ρ μ
 After her pet dog died, she had it stuffed.
stuff [sth/sb] vtr UK, slang (expressing contempt, rejection) (καθομιλουμένη, υβριστικό)να πάει να γαμηθεί και αυτός και κτ έκφρ
 Alice lost her temper, and told her boss to stuff his poxy job.
 Η Άλις έχασε την ψυχραιμία της και είπε στο αφεντικό της να πάει να γαμηθεί και αυτός και η σκατοδουλειά του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
stuff | stuffing
ΑγγλικάΕλληνικά
stuff up vi phrasal UK, AU, slang (mess up)τα θαλασσώνω έκφρ
  τα κάνω θάλασσα έκφρ
 I was trying to make things better, but I only made them worse; I stuffed up.
stuff [sth] up vtr phrasal sep UK, AU, slang (ruin, mess up)καταστρέφω ρ μ
  χαλάω ρ μ
 This dreadful weather has certainly stuffed our plans for the weekend up.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
stuffing | stuff
ΑγγλικάΕλληνικά
stuffing mix n (prepared breadcrumb-and-herb mixture) (μαγειρική)μείγμα για γέμιση φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'stuffing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση stuffing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «stuffing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!