• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: clogged, clog

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
clogged adj (nose: congested) (καθομιλουμένη: μύτη)βουλωμένος μτχ πρκ
  μπουκωμένος μτχ πρκ
  (μεταφορικά)κλειστός επίθ
 This cold medicine is great for a clogged nose.
clogged adj (pipe: blocked)βουλωμένος μτχ πρκ
  φραγμένος μτχ πρκ
 Use this tool to unblock a clogged drainpipe.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
clog n usually plural (wooden-soled shoe)ξυλοπάπουτσο ουσ ουδ
  τσόκαρο ουσ ουδ
  (σύγχρονο παπούτσι)σαμπό ουσ ουδ άκλ
 Some forms of dancing require clogs.
 Μερικά είδη χορού απαιτούν ξυλοπάπουτσα.
clog n as adj (with wooden-soled shoes)με ξυλοπάπουτσα περίφρ
 The Irish dance troupe performed a clog dance.
clog [sth] vtr (block)φράζω, φράσσω ρ μ
  βουλώνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)στουμπώνω ρ μ
 Something is clogging the drain.
 Κάτι έχει βουλώσει το σιφόνι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
clog n (blockage) (αυτό που εμποδίζει)εμπόδιο ουσ ουδ
  (αποτέλεσμα βουλώματος)απόφραξη ουσ θηλ
  φράξιμο, βούλωμα ουσ ουδ
  συμφόρηση ουσ θηλ
 There is a clog in the pipe, and now there is water all over the floor.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
clog | clogged
ΑγγλικάΕλληνικά
clog [sth] up,
clog up [sth]
vtr phrasal sep
(block)βουλώνω, φράζω ρ μ
  (λόγιο)φράσσω ρ μ
  (σε δρόμο)δημιουργώ μποτιλιάρισμα ρ μ + ουσ ουδ
 Pouring melted fat down the drain will clog up the pipes.
 The rush hour clogs up the freeway.
 Οι σωλήνες της αποχέτευσης θα φράξουν (or: βουλώσουν), εάν αδειάσεις εκεί λιωμένο λίπος.
clog up vi phrasal (become blocked)βουλώνω, μπλοκάρω ρ αμ
 If you put the cooking grease down the drain, the pipe will clog up.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
clogged | clog
ΑγγλικάΕλληνικά
clogged up,
clogged-up
adj
(nose: congested)βουλωμένος μτχ πρκ
clogged up,
clogged-up
adj
(pipe: blocked)βουλωμένος μτχ πρκ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'clogged' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση clogged στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «clogged».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!