rob

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈrɒb/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/rɑb/ ,USA pronunciation: respelling(rob)

Inflections of 'rob' (v): (⇒ conjugate)
robs
v 3rd person singular
robbing
v pres p
robbed
v past
robbed
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rob [sth] vtr (steal from a bank, etc.)ληστεύω ρ μ
  (καθομιλουμένη)κλέβω ρ μ
 The police are seeking two suspects who robbed a corner shop on Saturday.
 Η αστυνομία αναζητά δύο υπόπτους που λήστεψαν ένα γωνιακό μαγαζί το Σάββατο.
rob [sb] of [sth] vtr + prep often passive (steal [sth] from [sb])κτ κλάπηκε από κπ/κτ περίφρ
  (με χρήση υποκειμένου)κλέβω κτ από κπ περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτείται αλλαγή διατύπωσης και χρήση υποκειμένου για την απόδοση.
 According to the police, the store was robbed of more than 5,000 dollars.
 The pickpockets robbed the tourists of their wallets.
 Σύμφωνα με την αστυνομία, από το κατάστημα κλάπηκαν πάνω από 5000 δολάρια.
 Οι πορτοφολάδες έκλεψαν τα πορτοφόλια των τουριστών.
rob [sb] vtr often passive (steal from)ληστεύω ρ μ
  (καθομιλουμένη)κλέβω ρ μ
  (εγώ ο ίδιος)πέφτω θύμα ληστείας περίφρ
  με κλέβουν, με ληστεύουν περίφρ
 Mark's been afraid to go out since he was robbed in the street.
 Ο Μαρκ φοβάται να βγει έξω από τότε που τον έκλεψαν (or: τον λήστεψαν) στον δρόμο.
rob [sb] of [sth] vtr + prep figurative, often passive (deprive [sb] of [sth](μεταφορικά)κλέβω κτ από κπ ρ μ + πρόθ
  στερώ κτ από κπ ρ μ + πρόθ
 You've robbed me of everything but my dignity! She had to start working when she was 12 years old so she was robbed of her youth.
 Μου έχεις κλέψει τα πάντα εκτός από την αξιοπρέπειά μου!
 Ξεκίνησε να δουλεύει στα 12 της οπότε στερήθηκε τη νιότη της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rob [sb] vtr figurative, informal (overcharge deliberately) (μεταφορικά)ληστεύω, κλέβω, κατακλέβω ρ μ
  (μεταφορικά, ανεπίσημο)μαδάω ρ μ
 Twenty pounds for this? That shopkeeper robbed you!
rob [sb] vtr figurative, usually passive, informal (deprive unfairly)αδικώ ρ μ
  (μεταφορικά: τη νίκη)κλέβω ρ μ
 The referee got it totally wrong! We were robbed!
rob [sth] vtr (steal)κλέβω ρ μ
 The gang robbed a huge sum of money from the casino.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
rob Peter to pay Paul v expr figurative (incur a debt to pay another)αποπληρώνω χρέος με δάνειο περίφρ
  δανείζομαι για να πληρώσω τα χρέη μου περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. Παρατίθενται ορισμένες εναλλακτικές αποδόσεις.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'rob' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: rob a [bank, painting, purse], caught robbing a [bank], rob a bank [armed, unarmed, with masks], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση rob στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «rob».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!