mock

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈmɒk/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/mɑk/ ,USA pronunciation: respelling(mok)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mock [sb/sth] vtr (make a joke of)κοροϊδεύω ρ μ
  (λόγιος, επίσημο)περιγελώ, χλευάζω, περιπαίζω ρ μ
 The comedian mocked the politician.
 Ο κωμικός κορόιδεψε τον πολιτικό.
mock [sth] vtr (disregard for authority, etc.)αψηφώ, περιφρονώ ρ μ
  (μεταφορικά)χλευάζω ρ μ
 The criminal's actions mocked the establishment.
 Η πράξεις του εγκληματία αψήφισαν το καθεστώς.
mock [sb] vtr (imitate jokingly)μιμούμαι περιπαιχτικά ρ μ + επίρ
  (καθομιλουμένη)κοροϊδεύω ρ μ
 Kelsey mocked her friend's attitude.
 Η Κέλσι μιμήθηκε περιπαιχτικά το φέρσιμο της φίλης της.
mock,
mock-
adj
(imitating a historical style)στυλ ουσ ουδ άκλ
  τύπος, ύφος ουσ ουδ
 The couple live in a mock-Tudor house with beautiful oak beams.
 Το ζευγάρι ζει σε ένα σπίτι στυλ Τυδώρ με ωραία δρύινα δοκάρια.
 Το ζευγάρι ζει σε ένα σπίτι τύπου Τούντορ με ωραία δρύινα δοκάρια.
mock adj (gemstones, jewelry: imitation)ψεύτικος επίθ
  (μεταφορικά, ανεπίσημο)μαϊμού ουσ ως επίθ
 Katie wore a necklace of mock pearls and a boa made of real ostrich feathers.
 Η Κέιτι φορούσε ένα κολιέ από ψεύτικα μαργαριτάρια και ένα μποά φτιαγμένο από αληθινά φτερά στρουθοκαμήλου.
mock adj (food: using a substitute)παραλλαγή, εκδοχή ουσ θηλ
  ψευτο- πρόθημα
 Paul uses tofu in his mock chicken stir-fry.
 Ο Πολ χρησιμοποιεί τόφου στην δική του παραλλαγή για το κοτόπουλο stir fry.
mock adj (reaction: feigned)ψεύτικος επίθ
  προσποιητός επίθ
 Jenny gasped in mock horror when I said I didn't use social media.
 Η Τζένη έμεινε με το στόμα ανοιχτό από προσποιητό τρόμο, όταν είπα ότι δεν χρησιμοποιώ μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
mock adj UK (exam: for practice) (σε γενική)προσομοίωσης ουσ ως επίθ
  εικονικός επίθ
 The students take their mock exams in January and the real ones in June.
 Οι φοιτητές γράφουν τα τεστ προσομοίωσης τον Ιανουάριο και τα κανονικά τον Ιούνιο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mock n (person ridiculed) (προσβλητικό)κορόιδο ουσ ουδ
  (πειραγμάτων, χλευασμού)αντικείμενο, θύμα ουσ ουδ
  (κάποιον)κοροϊδεύω ρ μ
 Zach's friends made a mock of him.
mock n (counterfeit item)απομίμηση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, μτφ)μαϊμού ουσ θηλ ως επίθ άκλ
 The watch was not actually a genuine Gucci; it was a mock.
mocks npl informal, UK (practice exams)εξετάσεις προσομοίωσης, εικονικές εξετάσεις φρ ως ουσ θηλ πλ
  πρόβα εξετάσεων φρ ως ουσ θηλ
 The students finished their mocks and went home.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
mock [sth] up vtr phrasal sep (create a model of) (προσχέδιο, πρόπλασμα κλπ)φτιάχνω ρ μ
  δημιουργώ ρ μ
  κατασκευάζω ρ μ
 I can mock up a model of that program in just a few hours, but the real product will take months to finish.
 Μπορώ να φτιάξω ένα προσχέδιο αυτού του προγράμματος μέσα σε μερικές ώρες, αλλά το πραγματικό προϊόν θα πάρει μήνες για να ολοκληρωθεί.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
mock cream n (whipped butter and sugar)κρέμα βουτύρου φρ ως ουσ θηλ
mock currency n (counterfeit money)πλαστό νόμισμα επίθ + ουσ ουδ
 The counterfeiter made mock currency.
mock exam n UK (mock examination: practice exam)πρόβα εξετάσεων φρ ως ουσ θηλ
 Students sit their mock exams in January and their final exams in May.
mock interview n UK (practice interview) (προσομοίωση)συνέντευξη για εξάσκηση περίφρ
  συνέντευξη προετοιμασίας περίφρ
mock tender n (slow-cooked chuck steak)νουά ουσ ουδ
  ψητό της κατσαρόλας φρ ως ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Αναφέρεται σε μαγειρευτό κρέας από σκληρό κομμάτι.
mock tender adj (chuck steak: slow cooked)αργομαγειρεμένος μτχ πρκ
mock-up,
mockup
n
(practice model)προσχέδιο ουσ ουδ
  πρότυπο, μοντέλο ουσ ουδ
  (υπό κλίμακα)μακέτα ουσ θηλ
  πρόπλασμα ουσ ουδ
 The mock-up shows how the text and images will be laid out in the published book.
mock-heroic n (literary style)παρωδία ηρωισμού, παρωδία της ηρωικής λογοτεχνίας, σάτιρα του ηρωικού στυλ φρ ως ουσ θηλ
mock-heroic adj (relating to a mock-heroic)που συνιστά παρωδία του ηρωικού στυλ, που σατιρίζει τον ηρωισμό περίφρ
mock-tragic adj (style: in a parody of tragedy)κωμικοτραγικός επίθ
parhelion,
mock sun,
sundog,
plural: parhelia
n
(spot on sun's halo)παρήλιο ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'mock' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: UK: am taking my mocks this [semester, April], UK: got [poor, good, great] results on his mocks, was making a mock of [others, the situation, their misfortune], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση mock στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «mock».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!