ridicule

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈrɪdɪkjuːl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈrɪdɪˌkjul/ ,USA pronunciation: respelling(ridi kyo̅o̅l′)

Inflections of 'ridicule' (v): (⇒ conjugate)
ridicules
v 3rd person singular
ridiculing
v pres p
ridiculed
v past
ridiculed
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ridicule n (derision)χλευασμός ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)κοροϊδία ουσ θηλ
  (έμμεσα)περιπαιχτική διάθεση επίθ + ουσ θηλ
 The candidate's budget proposals met with ridicule.
ridicule [sb/sth] vtr (mock, deride) (επίσημο, λόγιος)χλευάζω, περιγελώ, περιπαίζω ρ μ
  κοροϊδεύω ρ μ
 Don't ridicule the plan till you've seen the details.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
figure of fun,
object of fun,
object of ridicule
n
(source of mockery)αυτός που τον κοροϊδεύουν περίφρ
  (επίσημο)αντικείμενο χλευασμού φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'ridicule' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ridicule στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ridicule».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!