| Κύριες μεταφράσεις |
| substitute n | ([sth] in place of other) | υποκατάστατο ουσ ουδ |
| | Nina didn't have any coriander, so she searched through her spice rack looking for a suitable substitute to use in the recipe. |
| | Η Νίνα δεν είχε κόλιανδρο και έτσι έψαξε στα μπαχαρικά της αναζητώντας ένα κατάλληλο υποκατάστατο για να χρησιμοποιήσει στη συνταγή. |
| substitute n | (sports: replacement) | αναπληρωματικός επίθ ως ουσ |
| | The coach sent on a substitute to replace the injured player. |
| | Ο προπονητής έστειλε έναν αναπληρωματικό για να αντικαταστήσει τον τραυματισμένο παίκτη. |
| substitute [sth] for [sth] vtr + prep | (use in place of [sth] else) | χρησιμοποιώ κτ αντί για κτ περίφρ |
| | Since I'm lactose intolerant, I substituted water for milk in the recipe. |
| | Μια που έχω δυσανεξία στη λακτόζη χρησιμοποίησα νερό αντί για γάλα σε αυτή τη συνταγή. |
| substitute [sth/sb] with [sth/sb] vtr + prep | (replace with [sth] else) | αντικαθιστώ κτ/κπ με κτ/κπ ρ μ + πρόθ |
| | (επίσημο) | υποκαθιστώ κτ/κπ με κτ/κπ ρ μ + πρόθ |
| | Since I'm lactose intolerant, I substituted milk with water in the recipe. |
| | Μια που έχω δυσανεξία στη λακτόζη αντικατέστησα το γάλα με νερό σε αυτή τη συνταγή. |
| substitute for [sb] vi + prep | (replace in a job) | αντικαθιστώ ρ μ |
| | (καθομ: με γενική) | παίρνω τη θέση κάποιου περίφρ |
| | At this meeting, Mr Jones will be substituting for Mr Smith, who is off sick today. |
| | Σε αυτή τη σύσκεψη ο κύριος Τζόουνς θα πάρει τη θέση του κυρίου Σμιθ, ο οποίος απουσιάζει σήμερα λόγω ασθένειας. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| substitute n | US, abbreviation (substitute teacher) | αναπληρωτής, αναπληρώτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | (πιο σπάνιο) | αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | The substitute asked the class what they had been doing with their regular teacher. |
| substitute n as adj | (in place of another) | αναπληρωματικός επίθ |
| | (κάποιου: με γενική) | αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | The coach sent the substitute striker onto the field. |
| substitute⇒ vi | (as teacher) | είμαι ο αντικαταστάτης, η αντικαταστάτρια περίφρ |
| | Your regular teacher is off sick today, so Mr Wiseman will be substituting. |
| substitute for [sb] vi + prep | (as teacher) | αναπληρώνω ρ μ |
| | | αντικαθιστώ ρ μ |
| | Mrs. Black substituted for our science teacher today. |