mobility

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/məʊˈbɪlɪti/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/moʊˈbɪlɪti/ ,USA pronunciation: respelling(mō bili tē)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mobility n (ability to move around)κινητικότητα ουσ θηλ
  ικανότητα να μετακινούμαι περίφρ
 The older she gets, the more she regrets losing her mobility.
 Όσο γερνάει, τόσο λυπάται για την απώλεια της κινητικότητάς της.
mobility n (movement of people)κινητικότητα ουσ θηλ
 Traditional societies often provide for little social mobility.
 Οι παραδοσιακές κοινωνίες συχνά δεν επιτρέπουν σημαντική κοινωνική κινητικότητα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
mobility impaired,
mobility-impaired
adj
(physically disabled)με κινητικές δυσκολίες, με κινητικά προβλήματα περίφρ
Σχόλιο: hyphen used when term is an adj before a noun
mobility vehicle n (motorized buggy for the disabled)αυτοκινούμενο αναπηρικό αμαξίδιο περίφρ
social mobility n (sociology)κοινωνική κινητικότητα επίθ + ουσ θηλ
upward mobility (sociology)ανοδική κινητικότητα επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'mobility' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση mobility στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «mobility».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!