kept

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkɛpt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kɛpt/ ,USA pronunciation: respelling(kept)

From the verb keep: (⇒ conjugate)
kept is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: kept, keep

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
kept adj (financially supported by [sb])πληρωμένος μτχ πρκ
  κπ που τον συντηρούν περίφρ
 Brian did not enjoy being a kept man and decided to take the first job he could find.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
keep [sth] vtr (save, retain) (διατηρώ)φυλάω, κρατάω ρ μ
 Don't drink all the water. We need to keep some for tomorrow.
 Μην πιεις όλο το νερό. Πρέπει να φυλάξουμε (or: κρατήσουμε) λίγο για αύριο.
keep [sth] vtr (not return) (δεν επιστρέφω)κρατάω ρ μ
 I've decided to keep the bike instead of returning it to the store.
 Αποφάσισα να κρατήσω το ποδήλατο αντί να το επιστρέψω στο μαγαζί.
keep [sth] vtr (store) (αποθηκεύω)φυλάω, κρατάω, διατηρώ ρ μ
 She keeps the canned food in the basement.
 Φυλάει την τροφή σε κονσέρβες στο υπόγειο.
keep [sth] vtr (animals: raise) (ζώα)έχω ρ μ
  (επίσημο)εκτρέφω ρ μ
 She has kept bees for over forty years.
 Έχει μέλισσες πάνω από σαράντα χρόνια.
 Εκτρέφει μέλισσες πάνω από σαράντα χρόνια.
keep [sth] vtr (put aside) (δεν χρησιμοποιώ)κρατάω ρ μ
  (μεταφορικά)βάζω στην άκρη περίφρ
  φυλάω ρ μ
 I'll keep some of this preserve for next summer.
 Θα κρατήσω λίγη από αυτή την κομπόστα για το επόμενο καλοκαίρι.
 Θα βάλω στη άκρη λίγη από αυτή την κομπόστα για το επόμενο καλοκαίρι.
keep [sth] vtr UK (stock) (σε απόθεμα)έχω ρ μ
 No, we don't keep any foreign language books, but we could order this for you.
 Όχι, δεν έχουμε ξενόγλωσσα βιβλία, μπορούμε όμως να το παραγγείλουμε για εσάς.
keep [sth] vtr (conserve) (συντηρώ)κρατάω ρ μ
  (καθομιλουμένη, μτφ)φυλάω ρ μ
 Let's keep the rest of the coal for the really cold weather.
 Ας κρατήσουμε τα υπόλοιπα κάρβουνα για τα μεγάλα κρύα.
keep [sth] vtr (reserve) (ρεζερβέ)κρατάω ρ μ
  (ρεζερβέ)κρατάω ρεζερβέ έκφρ
 Keep those tables to one side for the managing director and his team.
 Κράτησε αυτά τα τραπέζια σε μια άκρη για το διευθυντή και την ομάδα του.
keep doing [sth] v expr (continue to do [sth])συνεχίζω να κάνω κτ έκφρ
 He kept working until six o'clock.
 Συνέχισε να εργάζεται μέχρι τις έξι η ώρα.
keep [sth] vtr (records: maintain, continue) (αρχείο)διατηρώ, κρατάω ρ μ
 She keeps records of all expenses.
 Διατηρεί (or: κρατάει) αρχείο με όλα τα έξοδα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
keep n (castle)κάστρο ουσ ουδ
 The militia defended the city with bows and arrows from the keep.
 Η πολιτοφυλακή υπερασπίστηκε την πόλη με τόξα και βέλη από το κάστρο.
keep n UK, dated (maintenance, cleaning) (δουλειές σπιτιού)φροντίδα, συντήρηση ουσ θηλ
  (καθάρισμα σπιτιού)καθαριότητα ουσ θηλ
 The maid was in charge of the keep of the house.
 Η υπηρέτρια ήταν υπεύθυνη για τη φροντίδα του σπιτιού.
 Η υπηρέτρια ήταν υπεύθυνη για την καθαριότητα του σπιτιού.
keep n (subsistence)έξοδα ουσ ουδ πλ
  (κατά λέξη)έξοδα συντήρησης φρ ως ουσ ουδ πλ
 He earned a hundred pounds a week, and gave fifty to his mother for his keep.
 Έβγαζε εκατό λίρες την εβδομάδα και έδινε τις πενήντα στη μητέρα του για τα έξοδά του.
keep vi (continue on a course)συνεχίζω ρ μ
 Columbus kept west till he found land.
 Ο Κολόμβος συνέχισε ανατολικά μέχρι που συνάντησε στεριά.
keep vi (remain unspoiled) (φαγητό: δεν χαλάει)διατηρούμαι, αντέχω ρ αμ
 The meat will keep for weeks if frozen.
 Το κρέας θα διατηρηθεί (or: θα αντέξει) για εβδομάδες αν μπει στην κατάψυξη.
keep right,
keep left
vi + adv
(sign: stay on left, right)μένω δεξιά, μένω αριστερά ρ αμ + επίρ
  παραμένω δεξιά, παραμένω αριστερά ρ αμ + επίρ
  μένω στη δεξιά λωρίδα, μένω στην αριστερή λωρίδα περίφρ
 The road sign said "keep left."
keep [sb] vtr (support) (οικονομικά)συντηρώ ρ μ
 He works long hours to keep her and her five children.
 Εργάζεται πολλές ώρες για να συντηρεί τον εαυτό της και τα πέντε παιδιά της.
keep [sb] vtr UK (provide lodging) (παρέχω στέγη)φιλοξενώ, στεγάζω ρ μ
 She keeps five lodgers in her little house.
 Φιλοξενεί πέντε ενοίκους στο σπιτάκι της.
keep doing [sth] vtr (continue on) (μια ενέργεια)συνεχίζω ρ μ
 Keep going straight and you will find the store.
 Συνέχισε να πηγαίνεις ίσια και θα βρεις το κατάστημα.
keep [sth] vtr (fulfill commitment)τηρώ ρ μ
 Jill left to keep her appointment with Professor Evans.
 Η Τζιλ έφυγε για να τηρήσει το ραντεβού της με τον καθηγητή Έβανς.
keep [sb/sth] vtr (have custody of) (κηδεμονία)κρατάω ρ μ
 She kept the children after the divorce.
 Κράτησε αυτή τα παιδιά μετά το διαζύγιο.
keep [sb] vtr (detain)κρατάω, κρατώ ρ μ
 The police kept the men all night for questioning.
keep [sth/sb] + [adj] vtr + adj (conserve as specified)κρατάω, κρατώ ρ μ
 Peter likes to keep his car clean.
 Στον Πίτερ αρέσει να κρατάει το αυτοκίνητό του καθαρό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
keep | kept
ΑγγλικάΕλληνικά
keep ahead vi phrasal figurative (be first, outdo others) (μεταφορικά)ξεπερνώ ρ μ
  προηγούμαι ρ μ
  (επίσημο)πρωτεύω ρ αμ
keep ahead of [sth] vi phrasal + prep figurative (manage in advance)προλαβαίνω ρ μ
  (μεταφορικά)είμαι ένα βήμα μπροστά από κτ έκφρ
 Jill is trying to keep ahead of the weeds in her garden.
 Η Τζιλ προσπαθεί να προλαβαίνει τα αγριόχορτα στον κήπο της.
keep at [sth] vtr phrasal insep informal (continue)επιμένω ρ αμ
  επιμένω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  συνεχίζω να προσπαθώ περίφρ
  (καθομιλουμένη)δεν τα παρατάω περίφρ
 Eva struggled at first, but kept at it, and passed her driving test at the first attempt.
keep [sth/sb] back vtr phrasal sep (prevent getting closer)κρατάω μακριά, κρατάω πίσω ρ μ + επίρ
 A fence around the racing track keeps spectators back.
keep [sth] back vtr phrasal sep informal (save)κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)βάζω στην άκρη έκφρ
 It's a good idea to keep some money back for unexpected needs.
keep [sth] down vtr phrasal sep (repress [sth])περιορίζω ρ μ
 The teacher asked the boys to keep the noise down.
keep [sth] down vtr phrasal sep (digest with difficulty)δεν κάνω εμετό κτ περίφρ
  κρατάω ρ μ
 Although my stomach was upset, I kept my breakfast down.
keep [sth] hidden vtr phrasal sep (conceal)κρύβω ρ μ
  κρατάω κτ κρυμμένο περίφρ
 Sara kept her diary hidden so that her little sister wouldn't read it.
keep [sth] in,
keep in [sth]
vtr phrasal sep
figurative (repress, restrain: emotion, etc.)συγκρατώ ρ μ
  καταπιέζω ρ μ
 Tim could barely keep his excitement in as he told us the news.
keep [sth] in,
keep in [sth]
vtr phrasal sep
figurative (withhold, prevent from getting out)κρατάω μέσα μου, κρατώ μέσα μου ρ μ + επίρ
  κρατάω κρυφό περίφρ
  δεν αφήνω κτ να βγει έξω περίφρ
  δεν αφήνω κτ να βγει παραέξω περίφρ
 Tania was bursting to tell Audrey the secret, but somehow she managed to keep it in.
keep [sth] intact vtr phrasal sep (safeguard)προστατεύω ρ μ
  διαφυλλάσω, περιφρουρώ ρ μ
keep [sth] intact vtr phrasal sep (prevent from breaking)προστατεύω ρ μ
  κρατάω κτ άθικτο ρ μ + επίθ
  κρατάω κτ ολόκληρο ρ μ + επίθ
 I tried to keep the cake intact until you arrived but I'm afraid my husband ate a piece while I wasn't looking.
keep off [sth] vtr phrasal insep (do not walk on)δεν πατάω, δεν περπατώ σε έκφρ
 Please keep off the grass.
 Παρακαλώ μην περπατάτε στο γρασίδι.
keep off [sth] vtr phrasal insep (resist, not indulge in)απέχω ρ μ
  δεν υποκύπτω, δεν ενδίδω περίφρ
  αντιστέκομαι ρ μ
 He is an alcoholic, and it is a daily struggle for him to keep off the booze.
 Είναι αλκοολικός και είναι καθημερινή μάχη γι' αυτόν το ν' απέχει απ' το ποτό.
keep on doing [sth] vtr phrasal insep (persist: in doing [sth])εμμένω, επιμένω ρ αμ
 Why do you keep on talking after I've asked you to be quiet?
 Γιατί επιμένεις να μιλάς αφού σου ζήτησα να είσαι ήσυχος;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
kept | keep
ΑγγλικάΕλληνικά
ill-kept adj (badly maintained)κακοδιατηρημένος μτχ πρκ
 He has a very ill-kept garden, containing so many weeds that it is impossible to see any flowers.
kept woman n dated (lives off rich man)ερωμένη πλούσιου άντρα που συντηρείται από αυτόν
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
well-kept,
well kept
adj
(maintained in good condition)καλοσυντηρημένος μτχ πρκ
  καλοδιατηρημένος μτχ πρκ
Σχόλιο: The term is hyphenated when it precedes the noun it modifies.
 My grandfather is proud of his well-kept garden.
well-kept,
well kept
adj
(secret, confidence: not told)καλά φυλαγμένος φρ ως επίρ
Σχόλιο: The term is hyphenated when it precedes the noun.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'kept' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση kept στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «kept».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!