WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
hang around, also UK: hang about vi phrasal | informal (loiter) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) | - |
| Σχόλιο: Για την απόδοση χρησιμοποιείται ρήμα που να δηλώνει παραμονή σε ένα σημείο και να ταιριάζει με το συγκείμενο. |
| | It's annoying when youths hang around at the bus stop intimidating customers. |
| | Είναι ενοχλητικό όταν οι νεαροί κάθονται στη στάση και τρομάζουν τους πελάτες. |
hang around, also UK: hang about vi phrasal | informal (wait, be kept waiting) (καθομιλουμένη) | περιμένω ρ αμ |
| | I hung around for 30 minutes but Steve didn't show up. |
hang around with [sb], also UK: hang about with [sb] vi phrasal + prep | informal (socialize with [sb]) (καθομιλουμένη) | κάνω παρέα με κπ περίφρ |
| | | συναναστρέφομαι ρ μ |
| | | συναναστρέφομαι με κπ, σχετίζομαι με κπ ρ αμ + πρόθ |
| | (λόγιο: άτομα κατώτερου επιπέδου) | συναγελάζομαι με κπ ρ αμ + πρόθ |
| | Since Harvey started hanging around with a group of older boys, he is always getting in trouble. |