Σε αυτή τη σελίδα: immobilized, immobilize

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
immobilized,
also UK: immobilised
adj
(prevented from moving)ακινητοποιημένος επίθ
immobilized,
also UK: immobilised
adj
(injured limb: kept in place)ακινητοποιημένος επίθ
 The nurse fitted Jack with a sling to protect his immobilized arm.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
immobilize [sb/sth],
also UK: immobilise [sb/sth]
vtr
(prevent from moving)ακινητοποιώ ρ μ
 When Jenny saw the horror movie, she was immobilized by fear.
immobilize [sth],
also UK: immobilise [sth]
vtr
(injured limb: keep in place)ακινητοποιώ ρ μ
  (πιο απλά)κρατάω ακίνητο περίφρ
 If you break your ankle, you must immobilize it until it's healed.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'immobilized' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση immobilized στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «immobilized».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!