heavily

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈhɛvɪli/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈhɛvəli/ ,USA pronunciation: respelling(hevə lē)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
heavily adv (very much)πολύ επίρ
  υπερβολικά επίρ
  σε μεγάλο βαθμό φρ ως επίρ
  (μτφ: έντονα, σοβαρά)βαριά επίρ
 The heavily loaded truck slowly drove up the hill.
 Το υπερβολικά φορτωμένο φορτηγό αργά ανέβαινε τον λόφο.
heavily adv (excessively)υπερβολικά επίρ
  πολύ επίρ
  υπερβολικά πολύ φρ ως επίρ
 After his mother died, Alex started drinking heavily.
 Μετά τον θάνατο της μητέρας του, ο Άλεξ άρχισε να πίνει πολύ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
heavily adv (walk) (περπάτημα)βαριά επίρ
 Jane's upstairs neighbors always walked heavily at night and kept her up.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
draw heavily on [sth] v expr (make great use of)χρησιμοποιώ ρ μ
  βασίζομαι πολύ σε κτ έκφρ
Σχόλιο: τραβάω: επίσης: τραβώ (συνηρ.)
 The apprentice draws heavily on the works of the grand masters for inspiration.
drink heavily vi + adv (consume excessive alcohol)πίνω πολύ ρ αμ + επίρ
  (καθομιλουμένη, αποδοκιμασίας)τα κοπανάω, τα πίνω έκφρ
  (καθομιλουμένη, μειωτικό)μπεκρουλιάζω ρ αμ
 Arthur started drinking heavily after he lost his job.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'heavily' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: fell heavily onto the [bed, chair, floor], fell heavily [on, onto] her [hip, side], fell heavily into debt (from), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση heavily στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «heavily».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!