• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
heavy-handedly adv figurative (in a severe, oppressive way)αυστηρά επίρ
 The teacher was known for punishing his students heavy-handedly.
heavy-handedly adv figurative (clumsily, without tact)άκομψα επίρ
  χωρίς τακτ φρ ως επίρ
 Max told Corina heavy-handedly that her novel was badly written.
heavy-handedly adv (with too much force)με δύναμη φρ ως επίρ
  (καθομιλουμένη)ατσούμπαλα επίρ
 Ada uses her coloring pencils heavy-handedly and the leads keep breaking.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση heavy-handedly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «heavy-handedly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!