• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: panting, pant

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
panting n (heavy breathing)λαχάνιασμα περίφρ
  αγκομαχητό ουσ ουδ
 Jeff could hear the panting of the dog.
 Ο Τζεφ άκουγε τον σκύλο του να βαριανασαίνει.
panting adj (breathing heavily)λαχανιασμένος μτχ πρκ
  που βαριανασαίνει περίφρ
  που αγκομαχά περίφρ
 The panting runners struggled up the hill.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pant vi (dog: breathe noisily)βαριανασαίνω ρ αμ
  αγκομαχάω, αγκομαχώ ρ αμ
  ασθμαίνω ρ αμ
 Our old dog was panting in the heat.
 Ο γέρικος σκύλος μας βαριανάσαινε με τη ζέστη.
pant vi (breathe quickly)λαχανιάζω ρ αμ
 Cheryl was panting after her morning run.
 Η Σέρυλ λαχάνιασε μετά το πρωινό τρέξιμο.
pant n (gasp)αγκομαχητό, λαχάνιασμα ουσ ουδ
  (συνήθως πληθυντικός)κοφτή ανάσα επίθ + ουσ θηλ
 Anthony's pants of effort showed how hard he was working.
 Οι κοφτές ανάσες του Άντονυ έδειχναν πόσο σκληρά δούλευε.
pant [sth] vtr (say [sth] with gasps)λέω κτ λαχανιασμένος περίφρ
  λέω κτ με δυσκολία περίφρ
  λέω αγκομαχώντας περίφρ
 "Look out," Elaine panted. "He's gaining on us."
 «Πρόσεξε,» είπε η Ελέιν αγκομαχώντας. «Μας φτάνει.»
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
pant for [sth] vtr phrasal insep figurative (desire, long for) (μεταφορικά)διψάω για κτ έκφρ
  (επίσημο)επιζητώ ρ μ
 After Glenn double-crossed him, Adam was panting for revenge.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
pant | panting
ΑγγλικάΕλληνικά
pant for breath v expr (gasp, breathe with difficulty)λαχανιάζω ρ αμ
  (λόγιος)ασθμαίνω ρ αμ
  δυσκολεύομαι να αναπνεύσω περίφρ
  μου κόβεται η ανάσα έκφρ
Σχόλιο: Usually used in continuous tenses
 I was panting for breath as I reached the top stair.
pant leg (US),
trouser leg (UK)
(pair of pants: leg)μπατζάκι ουσ ουδ
pant suit (US),
pantsuit (US),
trouser suit (UK)
n
US (women's shirt and trousers) (γυναικείο)κοστούμι ουσ ουδ
 Sheryl bought herself a new pantsuit that really looks good on her.
pants,
pant (US),
trouser (UK)
n as adj
(relating to trousers)του παντελονιού περίφρ
 This pant leg isn't wide enough.
 Το πατζάκι αυτού του του παντελονιού δεν είναι αρκετά φαρδύ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'panting' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση panting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «panting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!