demand

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/dɪˈmɑːnd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/dɪˈmænd/ ,USA pronunciation: respelling(di mand, -mänd)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
demand [sth] vtr (with object: insist on [sth])απαιτώ ρ μ
 He demands loyalty from his workers.
 Απαιτεί αφοσίωση από τους εργαζομένους του.
demand,
demand that
vtr
(with clause: insist) (να)απαιτώ ρ μ
  (επίμονα)ζητώ ρ μ
  (επίσημο)αξιώνω ρ μ
 She demanded that he take out the trash.
 Απαιτούσε να βγάλει εκείνος τα σκουπίδια.
 Του ζητούσε να βγάλει τα σκουπίδια.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι πατατοπαραγωγοί αξίωναν συνάντηση με τον υπουργό.
demand [sth] vtr (with object: require [sth])απαιτώ ρ μ
  (έχω ως δεδομένο)προϋποθέτω ρ μ
 This task demands a high degree of concentration.
 Η δουλειά αυτή απαιτεί μεγάλο βαθμό συγκέντρωσης.
demand,
demand that
vtr
(with clause: require) (κπ να κάνει κτ)απαιτώ ρ μ
  (ότι θα κάνω κτ)προϋποθέτω ρ μ
 The job demanded that he arrive at 8:30 every day.
 Η δουλειά απαιτούσε να έρχεται στις 08:30 κάθε πρωί.
demand to do [sth] v expr (insist on doing [sth])απαιτώ να κάνω κτ περίφρ
 I demand to see the manager!
 Απαιτώ να δω τον διευθυντή!
demand n (request)απαίτηση ουσ θηλ
 The demand for greater democracy was ignored.
 Η απαίτηση για περισσότερη δημοκρατία αγνοήθηκε.
demand n often plural (specific requirements)αίτημα ουσ ουδ
  (επίσημο)αξίωση ουσ θηλ
  απαίτηση ουσ θηλ
 The workers threatened to strike if their three demands were not agreed to.
 Οι εργάτες απειλούσαν με απεργία αν δεν ικανοποιούνταν τα τρία αιτήματά τους.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχει την αξίωση να πάρει το μερίδιό του από το σπίτι.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είχε την απαίτηση να του φτιάχνω καφέ!
demand,
demand for [sth]
n
uncountable (economics: market for [sth](εμπόριο: για κάτι)ζήτηση ουσ θηλ
 The demand for new cars was up 15%.
 Η ζήτηση για καινούρια αυτοκίνητα ανήλθε κατά 15%.
demand n (claim)απαίτηση ουσ θηλ
 She sued with a demand of $5000.
 Έκανε μήνυση με απαίτηση 5.000 δολαρίων.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
BOD n initialism (biochemical oxygen demand)βιοχημικώς απαιτούμενο οξυγόνο φρ ως ουσ ουδ
demand attention vtr + n (behave in attention-seeking way)απαιτώ προσοχή, αποζητώ προσοχή περίφρ
 That child is constantly demanding attention.
demand attention vtr + n (require urgent consideration)απαιτώ προσοχή, απαιτώ άμεση προσοχή περίφρ
 Gun violence is a serious matter that demands attention.
demand payment vtr + n (insist on being paid)απαιτώ πληρωμή περίφρ
 I used to demand payment in advance from new clients.
 Παλαιότερα απαιτούσα πληρωμή εκ των προτέρων από τους νέους μου πελάτες.
demand planning n (strategy based on sales forecast)προγραμματισμός ζήτησης περίφρ
heavy demand n (popular need)μεγάλη ζήτηση, υψηλή ζήτηση επίθ + ουσ θηλ
 There's a heavy demand for these smaller cars, sir.
in demand adj (popular, wanted, sought after)περιζήτητος επίθ
 Cheap accommodation is always in demand here.
make a demand v expr (insist on [sth] being done)απαιτώ ρ μ
  έχω την απαίτηση περίφρ
  (επίσημο)προβάλλω την απαίτηση περίφρ
market demand n (business: desirability for product)ζήτηση της αγοράς φρ ως ουσ θηλ
 The graph illustrates the market demand for natural gas.
movies on demand npl (films viewable whenever you want)ταινίες on demand, ταινίες κατά παραγγελία περίφρ
on demand adv (as and when requested)κατά παραγγελία έκφρ
  αν και όταν ζητηθεί έκφρ
Σχόλιο: A hyphen is used when the term is an adjective.
 The shop doesn't stock fresh milk, but they'll order it for you on demand.
 Το κατάστημα δεν έχει φρέσκο γάλα σε απόθεμα, αλλά φέρνουν κατά παραγγελία.
 Το κατάστημα δεν έχει φρέσκο γάλα σε απόθεμα, αλλά παραγγέλνουν αν και όταν ζητηθεί.
on-demand adj (available when requested)κατά παραγγελία φρ ως επίθ
 This service offers several thousand on-demand movies.
payable on demand adj (finance: delivery terms)πληρωτέος όταν ζητηθεί φρ ως επίθ
popular demand n (request of many people)λαϊκή απαίτηση φρ ως ουσ θηλ
  απαίτηση του λαού περίφρ
public demand n (request of many people)απαίτηση του κοινού φρ ως ουσ θηλ
  λαϊκή απαίτηση φρ ως ουσ θηλ
 By public demand, the theatre added extra midnight shows of the popular play.
 Κατ' απαίτηση του κοινού, το θέατρο πρόσθεσε μερικές μεταμεσονύκτιες παραστάσεις της δημοφιλούς παράστασης.
supply and demand n (economy: basic market theory)προσφορά και ζήτηση φρ ως ουσ θηλ
video on demand n (TV or film streaming)video on demand ουσ ουδ άκλ
  υπηρεσία video on demand φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'demand' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: demanded a [promotion, raise], is in [high, low, great] demand, demand [justice, a fair trial], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση demand στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «demand».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!