Κύριες μεταφράσεις |
demand [sth]⇒ vtr | (with object: insist on [sth]) | απαιτώ ρ μ |
| He demands loyalty from his workers. |
| Απαιτεί αφοσίωση από τους εργαζομένους του. |
demand, demand that vtr | (with clause: insist) (να) | απαιτώ ρ μ |
| (επίμονα) | ζητώ ρ μ |
| (επίσημο) | αξιώνω ρ μ |
| She demanded that he take out the trash. |
| Απαιτούσε να βγάλει εκείνος τα σκουπίδια. |
| Του ζητούσε να βγάλει τα σκουπίδια. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι πατατοπαραγωγοί αξίωναν συνάντηση με τον υπουργό. |
demand [sth]⇒ vtr | (with object: require [sth]) | απαιτώ ρ μ |
| (έχω ως δεδομένο) | προϋποθέτω ρ μ |
| This task demands a high degree of concentration. |
| Η δουλειά αυτή απαιτεί μεγάλο βαθμό συγκέντρωσης. |
demand, demand that vtr | (with clause: require) (κπ να κάνει κτ) | απαιτώ ρ μ |
| (ότι θα κάνω κτ) | προϋποθέτω ρ μ |
| The job demanded that he arrive at 8:30 every day. |
| Η δουλειά απαιτούσε να έρχεται στις 08:30 κάθε πρωί. |
demand to do [sth] v expr | (insist on doing [sth]) | απαιτώ να κάνω κτ περίφρ |
| I demand to see the manager! |
| Απαιτώ να δω τον διευθυντή! |
demand n | (request) | απαίτηση ουσ θηλ |
| The demand for greater democracy was ignored. |
| Η απαίτηση για περισσότερη δημοκρατία αγνοήθηκε. |
demand n | often plural (specific requirements) | αίτημα ουσ ουδ |
| (επίσημο) | αξίωση ουσ θηλ |
| | απαίτηση ουσ θηλ |
| The workers threatened to strike if their three demands were not agreed to. |
| Οι εργάτες απειλούσαν με απεργία αν δεν ικανοποιούνταν τα τρία αιτήματά τους. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχει την αξίωση να πάρει το μερίδιό του από το σπίτι. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είχε την απαίτηση να του φτιάχνω καφέ! |
demand, demand for [sth] n | uncountable (economics: market for [sth]) (εμπόριο: για κάτι) | ζήτηση ουσ θηλ |
| The demand for new cars was up 15%. |
| Η ζήτηση για καινούρια αυτοκίνητα ανήλθε κατά 15%. |
demand n | (claim) | απαίτηση ουσ θηλ |
| She sued with a demand of $5000. |
| Έκανε μήνυση με απαίτηση 5.000 δολαρίων. |
Σύνθετοι τύποι:
|
BOD n | initialism (biochemical oxygen demand) | βιοχημικώς απαιτούμενο οξυγόνο φρ ως ουσ ουδ |
demand attention vtr + n | (behave in attention-seeking way) | απαιτώ προσοχή, αποζητώ προσοχή περίφρ |
| That child is constantly demanding attention. |
demand attention vtr + n | (require urgent consideration) | απαιτώ προσοχή, απαιτώ άμεση προσοχή περίφρ |
| Gun violence is a serious matter that demands attention. |
demand payment vtr + n | (insist on being paid) | απαιτώ πληρωμή περίφρ |
| I used to demand payment in advance from new clients. |
| Παλαιότερα απαιτούσα πληρωμή εκ των προτέρων από τους νέους μου πελάτες. |
demand planning n | (strategy based on sales forecast) | προγραμματισμός ζήτησης περίφρ |
heavy demand n | (popular need) | μεγάλη ζήτηση, υψηλή ζήτηση επίθ + ουσ θηλ |
| There's a heavy demand for these smaller cars, sir. |
in demand adj | (popular, wanted, sought after) | περιζήτητος επίθ |
| Cheap accommodation is always in demand here. |
make a demand v expr | (insist on [sth] being done) | απαιτώ ρ μ |
| | έχω την απαίτηση περίφρ |
| (επίσημο) | προβάλλω την απαίτηση περίφρ |
market demand n | (business: desirability for product) | ζήτηση της αγοράς φρ ως ουσ θηλ |
| The graph illustrates the market demand for natural gas. |
movies on demand npl | (films viewable whenever you want) | ταινίες on demand, ταινίες κατά παραγγελία περίφρ |
on demand adv | (as and when requested) | κατά παραγγελία έκφρ |
| | αν και όταν ζητηθεί έκφρ |
Σχόλιο: A hyphen is used when the term is an adjective. |
| The shop doesn't stock fresh milk, but they'll order it for you on demand. |
| Το κατάστημα δεν έχει φρέσκο γάλα σε απόθεμα, αλλά φέρνουν κατά παραγγελία. |
| Το κατάστημα δεν έχει φρέσκο γάλα σε απόθεμα, αλλά παραγγέλνουν αν και όταν ζητηθεί. |
on-demand adj | (available when requested) | κατά παραγγελία φρ ως επίθ |
| This service offers several thousand on-demand movies. |
payable on demand adj | (finance: delivery terms) | πληρωτέος όταν ζητηθεί φρ ως επίθ |
popular demand n | (request of many people) | λαϊκή απαίτηση φρ ως ουσ θηλ |
| | απαίτηση του λαού περίφρ |
public demand n | (request of many people) | απαίτηση του κοινού φρ ως ουσ θηλ |
| | λαϊκή απαίτηση φρ ως ουσ θηλ |
| By public demand, the theatre added extra midnight shows of the popular play. |
| Κατ' απαίτηση του κοινού, το θέατρο πρόσθεσε μερικές μεταμεσονύκτιες παραστάσεις της δημοφιλούς παράστασης. |
supply and demand n | (economy: basic market theory) | προσφορά και ζήτηση φρ ως ουσ θηλ |
video on demand n | (TV or film streaming) | video on demand ουσ ουδ άκλ |
| | υπηρεσία video on demand φρ ως ουσ θηλ |