imposition

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌɪmpəˈzɪʃən/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˌɪmpəˈzɪʃən/ ,USA pronunciation: respelling(im′pə zishən)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
imposition n (unwelcome demand)πίεση ουσ θηλ
Σχόλιο: RN: MA
 Please don't make any more impositions on the family.
imposition n (unwanted burden)βάρος ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)φόρτωμα ουσ ουδ
  μπελάς ουσ αρσ
 Their being here for a whole week was an imposition.
 Η παρουσία τους εδώ για μια ολόκληρη εβδομάδα ήταν φόρτωμα.
 Η παρουσία τους εδώ για μια ολόκληρη εβδομάδα ήταν μπελάς.
imposition n (act of imposing on [sb])βάρος ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)φόρτωμα ουσ ουδ
 If it's no imposition, I'll stay for dinner.
 Αν δεν σας γίνομαι βάρος θα κάτσω για δείπνο.
 Αν δεν σας είμαι φόρτωμα θα κάτσω για δείπνο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
imposition n ([sth] mandated by authority)επιβολή ουσ θηλ
 The imposition of the new fuel tax outraged consumers.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'imposition' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση imposition στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «imposition».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!