call in



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
call [sb] in,
call in [sb]
vtr + adv
(summon)προσκαλώ, καλώ ρ μ
 It's time to call the children in for supper.
 Είναι ώρα να καλέσουμε τα παιδιά για βραδινό.
call [sb] in vtr phrasal sep (contact: a professional for help)καλώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)φωνάζω ρ μ
 The tap was leaking, so Jess called in a plumber.
call in vi phrasal UK (visit)έρχομαι ρ αμ
  έρχομαι επίσκεψη έκφρ
 Grandma and Grandad called in today and we all had tea.
 Ο παππούς και η γιαγιά ήρθαν επίσκεψη σήμερα και ήπιαμε όλοι τσάι.
call in on [sb] vi phrasal + prep UK (visit)επισκέπτομαι ρ μ
  κάνω επίσκεψη σε κπ έκφρ
  (καθομιλουμένη)περνάω από κπ έκφρ
 Stef called in on her neighbour on the way to the shops, to ask if he needed anything.
call in at [sth] vi phrasal + prep UK (visit briefly) (μεταφορικά)περνώ από κάπου για λίγο περίφρ
  περνάω στα πεταχτά από κάπου περίφρ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)πετιέμαι κάπου περίφρ
 I just need to call in at the office on the way home to pick up some paperwork.
 We called in at Bristol on our way to London.
 Καθώς θα πηγαίνω σπίτι, θα πρέπει, απλώς, να περάσω για λίγο από το γραφείο να μαζέψω μερικά χαρτιά. // Περάσαμε για λίγο από το Μπρίστολ, καθώς πηγαίναμε στο Λονδίνο.
call in,
also UK: ring in,
phone in
vi phrasal
(phone)τηλεφωνώ ρ αμ
 Radio listeners are encouraged to call in to make comments.
 Οι ακροατές του ραδιοφώνου παροτρύνονται να τηλεφωνήσουν για να κάνουν σχόλια.
call [sth] in,
call in [sth]
vtr phrasal sep
(loan, debt: demand repayment)απαιτώ την πληρωμή έκφρ
  καθιστώ κτ ληξιπρόθεσμο έκφρ
 The bank called in Stuart's loan and he had to sell his house to repay it.
call-in (US),
phone-in (UK)
adj
(show, etc.: phone-in)στην οποία τηλεφωνεί το κοινό και βγαίνει στον αέρα
 He hosts a call-in show on the local radio station.
 Είναι ο παρουσιαστής μιας εκπομπής του τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού στην οποία μπορούν να τηλεφωνήσουν οι ακροατές και να βγουν στον αέρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
call in sick,
also UK: phone in sick,
ring in sick
v expr
(notify employer you will be off sick)λέω στην δουλειά πως είμαι άρρωστος περίφρ
  παίρνω ρεπό γιατί είμαι άρρωστος περίφρ
 Nancy woke up with a migraine, so she called in sick and stayed in bed.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση call in στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «call in».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!